άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα "Αλήθεια" της Καρδίτσας (15/5/2012)
Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου η απόφαση των Ελλήνων Πολιτών οδήγησε σε μία δύσκολη διεργασία συγκρότησης κυβέρνησης. Η πρόταση του Φώτη Κουβέλη για συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης με απαραίτητη τη συμμετοχή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και με γραπτή δέσμευση όλων των κομμάτων αναφορικά με τους στόχους της κυβέρνησης (άρα θα μπορούσε να γίνει διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων επί των όρων αυτών) υπήρξε ρεαλιστική και θα έλεγα ότι κατ΄ουσίαν πολύ λίγο διέφερε από την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για επιστολές Βενιζέλου και Σαμαρά περί αποκήρυξης των παλαιότερων δεσμεύσεων που είχαν προσωπικά αναλάβει περί μελλοντικής υποστήριξης των όρων του μνημονίου. Ήταν όμως άμεσα εφαρμόσιμη και πολύ πιο προσηλωμένη στον στόχο της ταχύτερης απαγκίστρωσης από το μνημόνιο αφού θα ανάγκαζε τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να δεχθούν επί της ουσίας την σκληρή επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης. Διαφορετικά θα έπρεπε αυτά τα δύο κόμματα να αναλάβουν την ευθύνη και να οδηγήσουν τη χώρα ξανά σε εκλογές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί την ουσία της πρότασης με αποτέλεσμα όπως όλα δείχνουν να οδηγούμαστε σε νέες εκλογές στα μέσα Ιουνίου.
Κατ'
εμέ η ΔΗΜ.ΑΡ. θα πρέπει να είναι ο ισχυρός
εκείνος πόλος που θα εμποδίσει αδυναμίες
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που ενδεχομένως θα πηγάζουν
είτε λόγω απειρίας είτε λόγω των πολλών
(12) διαφορετικών κομματικών σχηματισμών
που εμπεριέχονται σε αυτόν. Η αναγκαιότητα
η ΔΗΜ.ΑΡ. να αυξήσει τα ποσοστά της
προκειμένου να μπορεί να αποτελέσει το
αντίβαρο έναντι ορισμένων ας πούμε πιο
ριζοσπαστικών (εσκεμμένα δεν τις
χαρακτηρίζω ακραίες) συνιστωσών του
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αφού η διακυβέρνηση και μάλιστα
υπό αυτές τις συνθήκες είναι μία
εξαιρετικά δύσκολη και λεπτή υπόθεση.
Ο “τσαμπουκάς” θα πρέπει κατά τη γνώμη
μου να μπορεί να συνδυαστεί με διπλωματία
και οι “απειλές” να εδράζονται σε μια
ώριμη αντίληψη της πραγματικής κατάστασης.
Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου η απόφαση των Ελλήνων Πολιτών οδήγησε σε μία δύσκολη διεργασία συγκρότησης κυβέρνησης. Η πρόταση του Φώτη Κουβέλη για συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης με απαραίτητη τη συμμετοχή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και με γραπτή δέσμευση όλων των κομμάτων αναφορικά με τους στόχους της κυβέρνησης (άρα θα μπορούσε να γίνει διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων επί των όρων αυτών) υπήρξε ρεαλιστική και θα έλεγα ότι κατ΄ουσίαν πολύ λίγο διέφερε από την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για επιστολές Βενιζέλου και Σαμαρά περί αποκήρυξης των παλαιότερων δεσμεύσεων που είχαν προσωπικά αναλάβει περί μελλοντικής υποστήριξης των όρων του μνημονίου. Ήταν όμως άμεσα εφαρμόσιμη και πολύ πιο προσηλωμένη στον στόχο της ταχύτερης απαγκίστρωσης από το μνημόνιο αφού θα ανάγκαζε τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να δεχθούν επί της ουσίας την σκληρή επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης. Διαφορετικά θα έπρεπε αυτά τα δύο κόμματα να αναλάβουν την ευθύνη και να οδηγήσουν τη χώρα ξανά σε εκλογές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί την ουσία της πρότασης με αποτέλεσμα όπως όλα δείχνουν να οδηγούμαστε σε νέες εκλογές στα μέσα Ιουνίου.
Όλες
αυτές τις μέρες των διαπραγματεύσεων
για την συγκρότηση κυβέρνησης πολλά
παιχνίδια παίχτηκαν σε πολιτικό αλλά
και επικοινωνιακό επίπεδο. Πολλά ήταν
και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και
μάλιστα εξ οικείων προερχόμενα αλλά
δεν είναι η ώρα να τα αναλύσουμε τώρα.
Θα γίνει κι αυτό αλλά σε κάποια πιο
κατάλληλη χρονική στιγμή. Το ουσιαστικό
ζήτημα που γεννάται είναι το τι θα γίνει
μετά και τις δεύτερες εκλογές. Όλες οι
δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής δείχνουν
τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα να
αποδυναμώνονται περαιτέρω και η Αριστερά
να ενισχύεται. Ωστόσο ο κίνδυνος
συντηρητικής μετατόπισης των πολιτών
στο διάστημα που θα ακολουθήσει και σε
μία τεταμένη και εξαιρετικά ρευστή
πολιτική κατάσταση είναι υπαρκτός. Ας
ελπίσουμε ότι δεν θα συμβεί αλλά στην
περίπτωση που τελικά συμβεί θα πρέπει
να αποδοθούν ευθύνες.
Όμως
το βασικό ερώτημα παραμένει. Τι θα γίνει
την επομένη των δεύτερων πια εκλογών.
Η άποψή μου είναι ότι η λύση βρίσκεται
σε κυβέρνηση της Αριστεράς. Κάτι τέτοιο
άλλωστε φαντάζει πια πολύ πιθανό. Λέω
ότι η λύση είναι η Αριστερά διότι πέρα
από τα νούμερα υπάρχει και η ανάγκη των
πολιτών να ελπίσουν σε κάτι διαφορετικό.
Η ανάγκη να πιστέψουμε ξανά ότι οι
κυβερνήσεις υπάρχουν για να εξυπηρετούν
τους πολίτες και τα δικά τους συμφέροντα
και όχι τα συμφέροντα των τραπεζών, των
πολυεθνικών και των μεγαλοεργολάβων.
Αυτό το στόχο θα έχει μία κυβέρνηση της
Αριστεράς. Να δημιουργήσει επιτέλους
(θα έλεγα να αποκαταστήσει αλλά κατ'
ουσίαν δεν υπήρξε ποτέ) μία σχέση
εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και
το κράτος. Θα πρέπει λοιπόν αυτήν την
ευκαιρία που έδωσαν και που θα δώσουν
οι πολίτες στην Αριστερά να την
διαχειριστούμε με πολύ μεγάλη προσοχή
και σοβαρότητα. Πρέπει λοιπόν από αυτήν
την μάχη να βγούμε ως Αριστερά αλλά και
ως πολίτες κερδισμένοι και ενωμένοι.
Η νέα
κυβέρνηση της Αριστεράς θα διαμορφωθεί
από τους ίδιους τους πολίτες. Οι πολίτες
με την ψήφο μας θα καθορίσουμε τα
χαρακτηριστικά της. Εννοώ ότι δεδομένου
ότι την αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α
μάλλον την αποκλείουμε (και δεν ξέρω
και εάν θα ήταν και καλό άλλωστε) θα
έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μία
ισορροπία των δύο κύριων εκφραστών της
Αριστεράς στην χώρα. Του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και
της ΔΗΜ.ΑΡ. Βγάζω απ' έξω το Κ.Κ.Ε. το οποίο
έχει από καιρό διαχωρίσει τη θέση του
λέγοντας ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί
ποτέ και με κανέναν και ως ξεκάθαρη θέση
είναι σεβαστή.
Δεδομένου
λοιπόν ότι την μετεκλογική συνεργασία
της Αριστεράς την θεωρώ επιβεβλημένη,
αναπόφευκτη και εν τέλει και επιθυμητή
για την ουσιαστική πρόοδο της χώρας, το
πραγματικό ζητούμενο των επικείμενων
εκλογών είναι να ορίσουμε ως πολίτες
αυτήν την ισορροπία μεταξύ ΔΗΜ.ΑΡ. και
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Θεωρώ ότι ο συνδυασμός της
δυναμικής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και της σταθερότητας
της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι ο ιδανικός συνδυασμός
αρκεί να έχει (και είμαι σίγουρος ότι
τελικά θα έχει) την σωστή αναλογία.