Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Ομιλία Ευ. Βενιζέλου «Ελληνική Οικονομία: Ευκαιρίες και Προοπτικές»

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών, κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, με τίτλο «Ελληνική Οικονομία: Ευκαιρίες και Προοπτικές» στο πλαίσιο της ενημερωτικής παρουσίασης για το 6ο Annual Greek Roadshow στο ξενοδοχείο Grande Bretagne

left-red-arrowΚυρίες και κύριοι, ευχαριστώ πάρα πολύ τους οργανωτές της εκδήλωσης αυτής, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και τη Eurobank για την πρωτοβουλία που έλαβαν. Αποδέχθηκα με πολύ μεγάλη προθυμία την πρόσκληση ν’ απευθυνθώ σ’ αυτό το μικρό, πυκνό αλλά υψηλής ποιότητας ακροατήριο, γιατί εδώ εκπροσωπούνται εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις ενόψει της μετάβασής τους στο Roadshow στο Λονδίνο σε λίγες ημέρες.

Καθώς αντιλαμβάνομαι το ρόλο σας ως το ρόλο ενός πρεσβευτή της ελληνικής πραγματικής οικονομίας, θεώρησα απολύτως αναγκαίο και χρήσιμο να συζητήσω μαζί σας γιατί η δική σας πάρα πολύ καλή ενημέρωση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο από την οπτική γωνία του ιδιωτικού τομέα αλλά και από την οπτική γωνία της κυβέρνησης, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για να μπορέσετε να μεταφέρετε με ακρίβεια τις πληροφορίες που πρέπει να έχει το ξένο επενδυτικό κοινό για την κατάσταση αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Άρα, η συνάντησή μας αυτή δεν έχει επικοινωνιακό περιεχόμενο, είναι μια επιχειρησιακού χαρακτήρα χρηστική συνάντηση που έχει ως στόχο να απευθύνουμε στη διεθνή κοινή γνώμη και κυρίως στις αγορές, πολύ καθαρά και στέρεα μηνύματα, ειλικρινή, όχι εξωραϊσμένα, αλλά μηνύματα που δεν ανακυκλώνουν γνωστά αρνητικά στερεότυπα ή ηττοπαθείς προγνώσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Απευθυνόμενος σ’ εσάς, είναι νομίζω περιττό να τονίσω ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σ’ ένα πάρα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι. Μετά από τρία συνεχή χρόνια ύφεσης, είναι λογικό να υπάρχει αβεβαιότητα, αμφιβολία, είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια περιδίνηση και ότι καλούμαστε να σπάσουμε έναν φαύλο κύκλο.

Η επιλογή μας ήταν επιλογή σωστική για τη χώρα και αναγκαστική. Έπρεπε ν’ αποδεχθούμε και να εφαρμόσουμε ένα σχέδιο μεγάλης και γρήγορης δημοσιονομικής προσαρμογής. Έπρεπε να πετύχουμε μια εντυπωσιακή βελτίωση των δημοσιονομικών μας μεγεθών μέσα σ’ ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Επίσης, όλα αυτά δεν έγιναν εν κενώ, έγιναν μέσα σ’ ένα πανευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, που ποτέ δεν ηρέμησε από το 2008 και μετά. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τις 21 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία έλαβε τις γνωστές αποφάσεις η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης μέχρι σήμερα, πάρα πολλά δεδομένα έχουν επιδεινωθεί και όλοι μας παρακολουθούμε την κατάσταση όπως αυτή εξελίσσεται, όχι σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, αλλά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιταλία, η Γαλλία.

Αυτή είναι η αρνητική όψη του πράγματος. Υπάρχει και η θετική όψη. Τώρα, μετά από μια τέτοια υπερπροσπάθεια, έχουμε καλύψει ένα σημαντικό και κρίσιμο μέρος του δρόμου μας προς τη δημοσιονομική προσαρμογή. Δεν πρέπει να χαλαρώσουμε ούτε μια στιγμή, έχουμε μπροστά μας πάρα πολύ κρίσιμους στόχους που αποτυπώθηκαν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Οι χρονιές που ακολουθούν είναι χρονιές πάρα πολύ κρίσιμες γιατί πρέπει να βγούμε από την εστία αυτής της περιδίνησης και σύμφωνα με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα που εφαρμόζεται τώρα μετά την απόφαση της 21ης Ιουλίου, στόχος είναι στα μέσα του 2014 η χώρα να μπορεί αξιόπιστα να πει ότι έχει βγει από αυτή την εστία της κρίσης.

Αλλά, αυτό που έγινε το 2010, αυτό που γίνεται το 2011, είναι πάρα πολύ σημαντική παρακαταθήκη, είναι το εφαλτήριο πάνω στο οποίο μπορούμε να οικοδομήσουμε την προοπτική βελτίωσης για τα επόμενα χρόνια.

Επίσης, αλλάζουν άλλα πολύ σημαντικά δεδομένα. Βλέπετε την προσπάθεια που γίνεται σε σχέση με τις δημόσιες επενδύσεις, τη διάθεση των ευρωπαίων εταίρων μας να κινητοποιήσουν υφιστάμενους πόρους για την Ελλάδα μέσα από το λεγόμενο ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ, μέσα από τις νέες διευθετήσεις που αποφασίστηκαν σε σχέση με τη γρήγορη και στοχευμένη διάθεση υφισταμένων κοινοτικών πόρων προκειμένου να βελτιωθούν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα.

Έχουμε σε εξέλιξη -και λαμβάνω πλήρως υπ' όψιν μου δυσκολίες και αντιστάσεις- τη μεγάλη προσπάθεια για το άνοιγμα των επαγγελμάτων και των αγορών, στην πραγματικότητα για τη διαμόρφωση ενός άλλου επενδυτικού κλίματος.

Όλα αυτά ίσως ακόμη να μην είναι πλήρως αντιληπτά ή αισθητά, αλλά γίνεται μια προσπάθεια που είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε αταλάντευτα και χωρίς πολιτικές ή διοικητικές παλινωδίες και ήδη, έχει αρχίσει να φαίνεται στα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας μια σημαντική αλλαγή.

Η αλλαγή αυτή αποτυπώνεται στον πυρήνα του πληθωρισμού ο οποίος συμπιέζεται για πρώτη φορά ίσως τόσο αισθητά, η αλλαγή αυτή φαίνεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατ’ ανάγκην, λόγω πρωτίστως της μείωσης των εισαγωγών αλλά είναι νομίζω προφανές σ’ εσάς που το βιώνετε αυτό, ότι έχουν αρχίσει και αλλάζουν οι τάσεις και οι προοπτικές σε σχέση με τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Ακόμη και στον τομέα της μεταποίησης, στη βιομηχανία, ο δείκτης των νέων παραγγελιών για τις εξωτερικές αλλαγές, αλλά σιγά-σιγά και για την εσωτερική αγορά, αρχίζει να εμφανίζει ένα θετικό πρόσημο.

Ο τουρισμός επίσης φέτος, με τη βοήθεια τη φορολογική που έχει δεχθεί, αλλά και λόγω της διεθνούς συγκυρίας, της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας ιδίως στην ευρύτερη περιοχή, στη μεσογειακή αγορά εμφανίζει πολύ ελπιδοφόρα αποτελέσματα.

Άρα, αρχίζει να διαμορφώνεται μια κρίσιμη μάζα παραγόντων που μπορεί να κάνει τη διαφορά και ν’ αλλάξει το κλίμα. Αυτό όμως που είναι το σημαντικότερο απ’ όλα, είναι αυτό στο οποίο εστιάζουμε τις προσπάθειές μας. Είναι δηλαδή η πλήρης και άμεση εφαρμογή των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου για το νέο ελληνικό πρόγραμμα και γενικότερα για την αλλαγή του ρόλου του μηχανισμού χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ευρωζώνης, του EFSF.

Αυτό που γίνεται την περίοδο αυτή, αυτό που θα γίνει με πολύ εντατικό τρόπο τις επόμενες εβδομάδες μέχρι τα μέσα του Οκτωβρίου, είναι μια καινοφανής και πολύ φιλόδοξη διεθνής χρηματοπιστωτική επιχείρηση, με επίκεντρο την Ελλάδα, που κινητοποιεί άμεσα ή έμμεσα πόρους που υπερβαίνουν αθροιστικά τα 450 δισεκατομμύρια ευρώ.

Υπερβαίνουν, δηλαδή, κατά πολύ το ονομαστικό επίπεδο του δημοσίου χρέους μας και μόνο ο αριθμός αυτός δείχνει πόσο κρίσιμη είναι αυτή τη στιγμή η συγκυρία, αλλά και πόσο ελπιδοφόρα. Γιατί αυτή η προσπάθεια, σχετίζεται με την καρδιά του προβλήματος της ύφεσης στην ελληνική οικονομία που είναι η έλλειψη ρευστότητας.

Η έλλειψη ρευστότητας που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και με τα επίπεδα στα οποία κινούνται τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου, αντανακλά σε κάθε επιχείρηση, μικρή και μεγάλη. Αντανακλά στα νοικοκυριά. Διαμορφώνει το κλίμα.

Άλλωστε, κανένας μηχανισμός εξωτραπεζικής υποστήριξης της ρευστότητας που υπάρχει και λειτουργεί στη χώρα μας -και στους μηχανισμούς αυτούς αποδίδουμε πάρα πολύ μεγάλη σημασία, όπως είναι για παράδειγμα το ΕΤΕΑΜ, τα προγράμματα του ΟΑΕΔ για τη στήριξη των επιχειρήσεων και άρα της απασχόλησης, παλαιότερα τα προγράμματα του ΤΕΜΠΜΕ, τα προγράμματα τα οποία συνδέονται με την υπαγωγή στον αναπτυξιακό νόμο τον παλαιότερο και το νέο- δε μπορούν να λειτουργήσουν και ν’ αποδώσουν εάν δεν προστίθεται και η τραπεζική χρηματοδότηση.

Άρα, αυτό που γίνεται τώρα μπορεί ν’ αλλάξει τα επίπεδα ρευστότητας σ’ ένα σύντομο και χειροπιαστό χρονικό διάστημα, σε λιγότερο από δυο μήνες από σήμερα, αν η προσπάθεια αυτή γίνει με επαγγελματισμό, με προσοχή, με πειθαρχία, με εσωτερική εθνική συνοχή και με σοβαρότητα.

Γιατί, όλη αυτή η προσπάθεια θα θέσει σ’ εφαρμογή το νέο ρόλο του EFSF, θα θέσει σε κίνηση το νέο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας και κάλυψης των δανειακών αναγκών της χώρας από τους επίσημους εταίρους μας, από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θα αθροιστούν έτσι πόροι οι οποίοι θα είναι ύψους 220 δισεκατομμυρίων μαζί με το αρχικό ελληνικό δάνειο.

Σε αυτούς τους πόρους πρέπει να προσθέσετε και τη στήριξη που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η στήριξη που παρέχει το Ευρωσύστημα σ’ ένα μέρος του αναπόσπαστο που είναι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Από την άλλη μεριά, στο πεδίο του διεθνούς ιδιωτικού τομέα, των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των Ασφαλιστικών Ταμείων, ενεργοποιούνται πόροι, δηλαδή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, εμπορεύσιμα που αυτή τη στιγμή υπάρχουν στη διεθνή αγορά, συνολικής ονομαστικής αξίας που θα προσεγγίσει τα 220 δισεκατομμύρια ευρώ, με στόχο να καταλήξουμε σε μια ριζικά διαφορετική φυσιογνωμία του ελληνικού δημοσίου χρέους, με εθελοντικό τρόπο, με συνεργασία του διεθνούς δημοσίου και του διεθνούς ιδιωτικού τομέα.

Αυτό σημαίνει ότι θ’ αλλάξει η μέση διάρκεια και το μέσο επιτόκιο θα σταθεροποιηθεί για μια προοπτική περίπου 30 ετών, άρα η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημοσίου χρέους θα είναι διασφαλισμένες. Αυτό θ’ αλλάξει τα επίπεδα ρευστότητας του ελληνικού Δημοσίου γιατί θ’ αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διενεργούνται οι πληρωμές όπως έχουμε συνηθίσει με τις πέντε ως τώρα πληρωμές που προηγήθηκαν.

Αυτό θα μας επιτρέψει να δώσουμε μια ανάσα στη ρευστότητα, κατ' αρχήν καλύπτοντας ειλημμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές του ελληνικού Δημοσίου προς την αγορά και βεβαίως αυτό θα επιτρέψει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να κινηθεί με άλλον τρόπο, πιο δυναμικό, στη σχέση του με την ελληνική πραγματική οικονομία, με την ελληνική επιχείρηση και με το ελληνικό νοικοκυριό.

Γιατί όλη αυτή η επιχείρηση που διεξάγεται τώρα, βασίζεται σε δυο θεμελιώδεις παραμέτρους σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα, στην πλήρη διασφάλιση των αναγκών χρηματοδότησης και άρα στη ρευστότητα των Τραπεζών και δεύτερον, στη δραστική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, ώστε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να είναι πολλαπλά θωρακισμένο και ασφαλές και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να το καταλάβει ο καταθέτης, προκειμένου να το καταλάβει και ο επενδυτής.

Και είναι εξαιρετικά παρήγορο το γεγονός ότι ήδη τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε μια καθαρή πια τάση επιστροφής καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα από το οποίο εξήλθαν καταθέσεις πολύ μεγάλου ύψους τα προηγούμενα τρία χρόνια.

Άρα, αυτό που φαίνεται ότι είναι μια επιχείρηση χρηματοοικονομικού χαρακτήρα με δημοσιονομικούς στόχους, είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια που αφορά της επιχειρήσεις, που αφορά τον κάθε Έλληνα και την κάθε Ελληνίδα, είναι μια προσπάθεια που μπορεί ν’ αποδώσει αναπτυξιακά αποτελέσματα, είναι μια προσπάθεια που αφορά σε τελική ανάλυση ιδιωτικές επενδύσεις και ιδιωτικά εισοδήματα.

Είναι μια προσπάθεια που μπορεί ν’ αλλάξει το κλίμα, γιατί μπορεί να προσφέρει και πρέπει να προσφέρει, τις αναγκαίες εγγυήσεις προκειμένου πια ν’ αρχίσουν να λειτουργούν στον τόπο μας, προφητείες θετικές που πρέπει ν’ αυτοεκπληρωθούν, γιατί ως τώρα διεθνώς και στην Ελλάδα, αυτοεκπληρώνονται μόνο αρνητικές προφητείες.

Άρα, εάν κάνουμε μια θετική ανάγνωση των προοπτικών, μπορούμε ν’ αρχίσουμε ν’ αλλάζουμε τις ψυχολογικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες βασίζεται κάθε οικονομικό υποκείμενο και κάθε οικονομική συμπεριφορά. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουμε επίγνωση των δυσκολιών.

Βρισκόμαστε στο μέσο μιας εξαιρετικά λεπτής και δύσκολης διαπραγμάτευσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί με τα γνωστά θεσμικά και πολιτικά ελλείμματα. Δεν είναι ο μηχανισμός που μπορεί να λάβει γρήγορες, άμεσες, αποστομωτικές και εφαρμόσιμες αποφάσεις.

Διασταυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση 27 και στην Ευρωζώνη 17 διαφορετικοί πολιτικοί και εκλογικοί κύκλοι. Υπάρχουν στην Ευρώπη κάθε είδους κυβερνήσεις, λίγες σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας, κάποιες σταθερές κυβερνήσεις μεγάλων συνασπισμών, κυβερνήσεις συνεργασίας, κυβερνήσεις μειοψηφίας, κυβερνήσεις υπηρεσιακές, κυβερνήσεις με νωπή εντολή που μόλις βγήκαν από εκλογές, κυβερνήσεις που βλέπουν μπροστά τους την ημερομηνία των επόμενων εκλογών.

Και όπως θέλουμε από τους άλλους να κατανοούν τις πολιτικές, κοινωνικές, ακόμη και ιδιοσυγκρασιακές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, έτσι πρέπει και εμείς πάντα να λαμβάνουμε υπ' όψιν κρίσιμα και ειδικά πολιτικά, θεσμικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν και στις 17 χώρες και στις άλλες 16 χώρες της ευρωζώνης.

Η διαπραγμάτευση είναι πάρα πολύ λεπτή και σκληρή και σημασία έχει η Ελλάδα να μη θεωρείται απλώς και μόνο το πρόβλημα, αλλά να θεωρείται ένας αξιόπιστος και σοβαρός παράγοντας που με σταθερότητα, καλοπιστία και σοβαρότητα, κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, ώστε να μεταφέρεται το βάρος της επόμενης κίνησης σε άλλους και να μην έχει πάντα η Ελλάδα το τεκμήριο της ενοχής και την ευθύνη να κάνει αυτή και την επόμενη κίνηση.

Αυτό σχετίζεται άμεσα με το περιβόητο πια ζήτημα των εγγυήσεων που πρέπει να παρασχεθούν προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το πρόγραμμα που αποφασίστηκε στις 21 Ιουλίου στις Βρυξέλλες και γι’ αυτό ζήτησα με επιστολή μου το Σάββατο από τους ομολόγους μου Υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης και φυσικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το αυτονόητο: Να μη χάσουμε από τα μάτια μας τον θεμελιώδη πολιτικό πυρήνα της απόφασης της 21ης Ιουλίου, που ήταν ποιος; Ήταν η απάντηση της Ευρωζώνης στην πίεση που ασκούσαν οι αγορές στον σκληρό πυρήνα του ευρώ, όχι σε χώρες της περιφέρειας που ήταν ενταγμένες σε προγράμματα στήριξης, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, αλλά σε μεγάλες χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης και ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό, μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι το σύνολο του ελληνικού δημοσίου χρέους ταυτίζεται με τις ετήσιες δανειακές ανάγκες της Ιταλίας. Άρα αυτό ήταν το βασικό ζητούμενο στις 21 Ιουλίου και αυτό εξακολουθεί να είναι το βασικό ζητούμενο.

Κι αυτό που έχουμε καταφέρει είναι να φύγουμε από οποιοδήποτε ενοχλητικό και προσβλητικό αίτημα για παροχή ας πούμε εμπραγμάτων εγγυήσεων, για ένα πολύ μεγάλο ποσό που ταυτίζεται ονομαστικά με το ποσό της βοήθειας που λαμβάνουμε από τους εταίρους μας και να πάμε σε μια συζήτηση η οποία στην πραγματικότητα έχει χρηματοοικονομικό χαρακτήρα.

Και πρέπει όλη αυτή η συζήτηση να καταλήξει σε μια πολιτική λύση που καλείται να βρει η Ευρωζώνη ως τέτοια, προκειμένου να επιβεβαιώσει την αποφασιστικότητα της και την ικανότητα της να στέλνει καθαρά μηνύματα προς τις αγορές. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι το πρόβλημα της Ευρωζώνης, είναι και αυτή ένα από τα προβλήματα. Όχι το κεντρικό, όχι το μεγαλύτερο, όχι το δυσκολότερο.

Γνωρίζει πάρα πολύ καλά η Ευρωζώνη ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα, την οποία αναγνωρίζουμε και τιμούμε και την οποία ζητήσαμε, είναι αναγκαία προκειμένου η ίδια να πετύχει έναν πολύ ευρύτερο διαρθρωτικό στόχο, που είναι η αυτοπροστασία της. Κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία όχι μόνο για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη, αλλά για το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, γι' αυτό υπάρχει και ένα ενδιαφέρον που υπερβαίνει κατά πολύ τη ζώνη του Ευρώ και κατά πολύ και τη ζώνη του δολαρίου.

Άρα, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να διαχειριστούμε με αυτή τη στρατηγική θεώρηση και τη σταθερότητα αυτή τη διαπραγμάτευση, γιατί αυτό είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση ιστορικά, μια συνεχής διακυβερνητική διαπραγμάτευση. Αυτό αν θέλετε είναι το μεγάλο θεσμικό πρόβλημα, αλλά αυτή θα μπορούσε να είναι και η μεγάλη ευκαιρία τώρα της Ευρώπης να οργανώσει με σύγχρονο τρόπο το δικό της μοντέλο ανάπτυξης.

Γιατί πρόβλημα με μοντέλο ανάπτυξης δεν έχει μόνο η Ελλάδα στο δικό της επίπεδο, πρόβλημα με μοντέλο ανάπτυξης έχει και η Ευρώπη και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν γίνει αντιληπτό ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σηκώσουν το βάρος προκειμένου να διαμορφωθούν θεσμοί παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης που από το 2008 ζητούν οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι G20 με την ιστορική Σύνοδο τους στο Λονδίνο.

Αλλά όλα αυτά, δυστυχώς, παραμένουν στο επίπεδο των δηλώσεων και των ανακοινώσεων και ποτέ δεν μετουσιώθηκαν σε μια πολιτική και θεσμική πράξη, η οποία θα θωράκιζε κράτη και διεθνείς θεσμούς και τελικά θα θωράκιζε κοινωνίες, πολίτες και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πραγματική οικονομία, σε σχέση με τις ασύμμετρες απειλές οι οποίες υπάρχουν στην χρηματοοικονομική σφαίρα και οι οποίες κινούνται ανεξέλεγκτα μέσα από μια γιγαντιαία μόχλευση, η οποία κινδυνεύει να θέσει εκ ποδών όλα τα μεγέθη αλλά και τα επιτεύγματα της διεθνούς οικονομίας.

Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να δούμε ακριβώς πώς εφάπτεται η δική μας προσπάθεια σε δημοσιονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο με αυτό που κάνετε εσείς ως δυναμικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Φυσικά, όλα αυτά πρέπει να αποκτήσουν χαρακτηριστικά στρατηγικής αλλαγής μέσα στην ελληνική οικονομία, υπό συνθήκες κρίσης, υπό συνθήκες ύφεσης. Αλλά τώρα είναι η ευκαιρία, τώρα είναι η στιγμή και γι' αυτό αποδίδουμε πάρα πολύ μεγάλη σημασία στην πρώτη θεσμική προϋπόθεση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που είναι το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα.

Το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα δεν είναι ένας ακόμη φορολογικός νόμος, δεν είναι η κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, δεν είναι η απλούστευση ή η κατάργηση του κώδικα βιβλίων και στοιχείων, δεν είναι ένα άθροισμα διευθετήσεων. Είπα και χθες ότι το εθνικό φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι και θα είναι ο καθρέφτης μέσα στον οποίον θα κοιταχτούμε συλλογικά ως έθνος και θα ξαναγνωριστούμε. Θα ξαναγνωριστούμε ως κοινωνία, ως οικονομία και αγορά, ως πολιτικό σύστημα, ως κράτος, ως σχέση κράτους και οικονομίας.

Και δεν θα μιλήσουμε για φορολογική διοίκηση, φορολογική δικαιοσύνη και φορολογική πολιτική μόνο, ούτε θα κάνουμε τη γνωστή τετριμμένη συζήτηση για τους συντελεστές του ΦΠΑ χωρίς να μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ. Γιατί αν είχαμε έναν μηχανισμό είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ με βάση την πραγματική συνολική οικονομική δραστηριότητα, δεν θα είχε πρόβλημα η χώρα. Πρόβλημα δημοσίων εσόδων, πρόβλημα ελλείμματος και πρόβλημα χρέους.

Άρα, με τι έχουμε να συγκρουστούμε; Με ένα γενετικό χαρακτηριστικό της πατρίδας μας, που είναι αυτή η αδυσώπητη σύγκρουση μεταξύ τυπικών και άτυπων χαρακτηριστικών. Και δεν είναι σύγκρουση μόνο μεταξύ τυπικής και άτυπης οικονομίας, μεταξύ οικονομίας και παραοικονομίας. Είναι η σύγκρουση μεταξύ τυπικής και άτυπης κοινωνίας, μεταξύ τυπικής και άτυπης πολιτικής.

Πρόκειται για έναν διχασμό τον οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε. Και αυτό δεν μπορεί να αφορά μόνο στενά την φορολογική ύλη και το φορολογικό σύστημα, αλλά και το ασφαλιστικό σύστημα, κυρίως το μη μισθολογικό κόστος -φόροι και εισφορές πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ενιαίο πρόβλημα για την πραγματική οικονομία - και τους όρους συναλλαγών, οι οποίοι αν δεν κανονιστούν με διαφάνεια, φυσικά δεν μπορεί να μιλήσεις για ένα πραγματικό σύστημα είσπραξης του φόρου προστιθέμενης αξίας, ούτε για τη δυνατότητα του φορολογικού μηχανισμού να συλλαμβάνει όλη την ύλη που παράγεται.

Αυτό θα μας επιτρέψει να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Να κάνουμε την Ελλάδα μια χώρα φιλοεπενδυτική. Αν η Ελλάδα είναι μια χώρα φιλεπενδυτική θα είναι μια χώρα φιλεργατική, γιατί θα υπάρχει απασχόληση, θα μειωθεί η ανεργία, η οποία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής και της ατομικής αξιοπρέπειας του κάθε εργαζόμενου και του κάθε άνεργου.

Αλλά και το πρόβλημα της επιχείρησης και του επιχειρηματία, που θέλει εργασιακή ειρήνη, που θέλει ικανούς και ικανοποιημένους και παραγωγικούς εργαζόμενους. Άρα για να κάνουμε την Ελλάδα μια φιλεπενδυτική χώρα, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι χρειάζεται.

Το θέμα δεν είναι να πούμε τι χρειάζεται, το θέμα είναι να κάνουμε αυτό που ξέρουμε ότι πρέπει να γίνει. Άρα στόχος μας είναι να υπάρχει αυτή η φορολογική σταθερότητα με βάση το νέο εθνικό φορολογικό σύστημα που θα θεραπεύσει αδικίες, παραλογισμούς και θα φύγουμε έτσι από μια κατάσταση η οποία είναι αρκετά χαλαρή για να μη πω χύμα, προκειμένου να πάμε σε ένα σύστημα με αρχή, μέση, τέλος, διαφάνεια και εσωτερική δικαιοσύνη.

Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά τη σημασία που έχει η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών και η μείωση του διοικητικού κόστους, η ασφάλεια δικαίου, η αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης, το άνοιγμα των επαγγελμάτων και των αγορών.

Είμαι πολύ διστακτικός να χρησιμοποιώ τους όρους αυτούς, γιατί η επανάληψή τους επί χρόνια τους στερεί από το νόημά τους. Και πρέπει να ξαναδώσουμε στους όρους αυτούς το νόημά τους. Δεν είναι εύκολο αυτό. Απαιτείται μια συστράτευση και μια επιμονή, που δεν είναι συνηθισμένα στοιχεία στην Ελλάδα, ούτε σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τώρα όμως δεν έχουμε άλλη δυνατότητα. Τώρα έφτασε η στιγμή της αλήθειας.

Τώρα, πρέπει αναδρομικά να καλύψουμε ένα κενό πολυετές, ιστορικό. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα βιώνει προβλήματα που υπάρχουν στη χώρα μας από τότε που συγκροτήθηκε η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος το 1830. Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία το momentum. Θέλετε λόγω ανάγκης, θέλετε λόγω πίεσης; Θέλετε γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνουμε πίσω; Ναι. Σημασία έχει όμως να υπάρχει η συλλογική βούληση να πετύχουμε αυτή τη μεταβολή.

Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και το μεγάλο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων. Η προσέγγισή μας για τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ταμειακή, είναι όμως και ταμειακή. Αυτό πρέπει να είναι σαφές. Υπάρχουν συγκεκριμένοι αριθμητικοί δημοσιονομικοί στόχοι από τους οποίους δε μπορούμε ν’ αποκλίνουμε γιατί συνδέονται με τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου, με τις ανάγκες του Δημοσίου Ταμείου.

Άρα, η συγκέντρωση 1,7 δισεκατομμυρίων ευρώ το Σεπτέμβριο, 5 δισεκατομμυρίων ευρώ αθροιστικά το Δεκέμβριο, 28 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι τα μέσα του 2014, υπαγορεύεται από τις δανειακές, άρα ταμειακές, ανάγκες της χώρας. Άρα υπάρχουν και ταμειακοί αριθμητικοί στόχοι. Όμως δεν είναι αυτό το κύριο.

Θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο -και θα έλεγα και εσφαλμένο- να δει κανείς τις ιδιωτικοποιήσεις μόνο ταμειακά ή κυρίως ταμειακά. Ιδιωτικοποίηση σημαίνει μικρότερο και καλύτερο κράτος, μείωση της δημόσιας δαπάνης, άνοιγμα της αγοράς, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κυρίως νέες επενδυτικές ευκαιρίες.

Μπορείτε να εξηγήσετε αυτές τις νέες επενδυτικές ευκαιρίες στο Λονδίνο σε λίγες εβδομάδες, είναι και για σας αλλά και για τους ξένους επενδυτές κρίσιμο να ξέρουν τι ακριβώς θα γίνει, με απόλυτη διαφάνεια, με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα εφ' όσον μας δώσει την αναγκαία βοήθεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μέσα από το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου που έχει συγκροτηθεί με ευρυτάτη πολιτική συναίνεση -και αυτό είναι ένα πολύ καλό μήνυμα για τις αγορές- μετέχουν ως παρατηρητές εκπρόσωποι της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάρχει πλήρης τεχνική υποστήριξη από τους εταίρους μας και διεθνείς Οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ.

Οι διαδικασίες είναι δρομολογημένες στον τομέα της ενέργειας, στον τομέα των τυχερών παιγνίων, στ’ αεροδρόμια, στα λιμάνια, χωρίς το ελληνικό Δημόσιο να χάνει τίποτα από πλευράς στρατηγικού ελέγχου εκεί όπου πρέπει να υπάρχει αυτός ο έλεγχος, χωρίς να παρεμποδίζεται η αγορά και χωρίς να παρεμποδίζονται οι στόχοι που θέτουμε και οι ταμειακοί και οι αναπτυξιακοί και οι διαρθρωτικοί.

Η διοίκηση του Ταμείου είναι στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων προκειμένου να διαχέεται η πληροφόρηση, προκειμένου να είναι καλά ενημερωμένο το επενδυτικό κοινό, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας και να δημιουργήσουμε ένα momentum επενδυτικό σε συνδυασμό με όλα τ’ άλλα που γίνονται.

Εκείνο, όμως, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι να διαμορφωθούν οι ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Χρειάζεται ένα κοινωνικό και παραγωγικό μέτωπο το οποίο να στηρίξει όλη αυτή την προσπάθεια. Αναπτύσσεται ένα παθολογικό και επικίνδυνο φαινόμενο στη χώρα μας σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο.

Υπάρχουν δυνάμεις και δυστυχώς, μεγάλες πολιτικές δυνάμεις, που επενδύουν στην προοπτική της αποτυχίας. Υπάρχουν δυνάμεις που επιχαίρουν κάθε φορά που εμφανίζεται μια δυσκολία, λες και υπάρχει κάτι εύκολο και απλό σε αυτό τον δύσκολο δρόμο που ακολουθούμε και σε αυτή την ανοιχτή, σκληρή διαπραγμάτευση όπου διαμορφώνονται διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων, στο όνομα των συμφερόντων τους. Κι ο καθένας από αυτούς που εκφράζει συμφέροντα, ξέρει πολύ καλά ποια συμφέροντα εκφράζει και πώς πρέπει να τα επιδιώξει.

Εάν υπάρχουν εδώ μέσα στο εσωτερικό μέτωπο παράγοντες που καιροφυλακτούν για τη δυσκολία και την αποτυχία και επενδύουν σ’ αυτήν, είναι πραγματικά σα ν’ αγοράζουν γυμνά ασφάλιστρα κινδύνου, γυμνά CDS. Επενδύουν στην αποτυχία, ενώ πρέπει ν’ αγοράσουν όλοι ομόλογα εμπιστοσύνης σ ‘αυτή την εθνική προσπάθεια.

Και βέβαια, αυτή η προσπάθεια, είναι μια προσπάθεια που αφορά στο δικό τους επίπεδο όλους τους Έλληνες κι όλες τις Ελληνίδες. Δεν παύουν οι ανισότητες, δεν παύουν οι αδικίες. Κι έχουμε πλήρη επίγνωση του προβλήματος που έχει ο κάθε Έλληνας, από το μεγαλύτερο επιχειρηματία έως το νεότερο άνεργο στη χώρα αυτή.

Πρέπει, όμως, να σωθεί η χώρα, πρέπει να σωθεί η οικονομία. Πρέπει να σωθούν οι προοπτικές του τόπου μας για να μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τα χρόνια αυτά προβλήματα και να δώσουμε σε όλους μας μια νέα ευκαιρία.

Πιστεύω ότι αυτό είναι που μπορεί ν’ αλλάξει το κλίμα, η αλλαγή του κλίματος δε είναι η πρώτη προϋπόθεση για ν’ αλλάξει η συμπεριφορά μας, για να πετύχουμε τους στόχους μας, για να διατυπώσουμε όπως είπα και προηγουμένως μια θετική προφητεία και να επιδιώξουμε την εκπλήρωσή της.