Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Τα παιδιά των μπαμπάδων…


του Γιάννη Γούδα 
pressinaction.gr | Ιστοσελίδα με άποψη Ήταν εφοπλιστής, από τους μεγάλους μάλιστα. Τον είχα γνωρίσει στη δουλειά μου και μου ‘κανε εντύπωση η απλότητά του. Δεν είχε ούτε την εμφάνιση, ούτε τον «αέρα» του «κάποιου». Κάθε φορά που ερχόταν να πετάξει, πήγαινε και στηνόταν στην ουρά με όλους τους άλλους επιβάτες χωρίς να διεκδικεί ιδιαίτερη μεταχείριση. Έτρεχαν κάποιες συνοδοί εδάφους να τον εξυπηρετήσουν γιατί συχνά μοίραζε δωρεάν Σαββατοκύριακα στο ξενοδοχειακό συγκρότημα που είχε, αλλά ποτέ δεν δέχθηκε να τον πάνε στην αίθουσα VIP. Μια φορά είχε έρθει στο γραφείο μου για αλλαγή της διαδρομής του εισιτηρίου του και μιας και η πτήση του είχε καθυστέρηση και η αίθουσα ήταν κατάμεστη, του πρόσφερα καφέ και μου ‘πιασε κουβέντα σαν να γνωριζόμασταν από παλιά. Με ρώτησε αν είχα οικογένεια, για τον μισθό μου, αν ήμουν ικανοποιημένος, «οι σημερινοί νέοι επειδή δεν πέρασαν δυσκολίες είναι καλομαθημένοι, δύσκολα ικανοποιούνται και τα θέλουν όλα» μου είπε. Έτσι είναι πάντα οι νέοι, σχολίασα, αλλά επέμενε. Δεν με καταλάβατε, πολύ σωστά κάνουν που τα θέλουν όλα, άλλωστε έτσι πρέπει, με τη διαφορά ότι δεν είναι παράλληλα διατεθειμένοι να πασχίσουν γι αυτά. Κι επειδή δεν θέλω να φανώ απόλυτος, θα σας φέρω ένα παράδειγμα για το τι εννοώ. Κάτι δικό μου. «Μια φορά που πετούσα για το Λονδίνο, αναγκαστήκαμε να κάνουμε στάση στο Άμστερνταμ λόγω κακοκαιρίας στο Χήθροου. Τελικά φτάσαμε με 3 ώρες καθυστέρηση, πήρα ένα ταξί και πήγα στο ξενοδοχείο που συνήθως μένω και στο οποίο έχω την κακιά συνήθεια να μην κάνω κράτηση επειδή σπανίως ήταν γεμάτο. Ο ρεσεψιονίστας με καλωσόρισε και με ρώτησε τι θα επιθυμούσα. Ένα δωμάτιο παιδί μου, του είπα, να πέσω λίγο γιατί ταλαιπωρήθηκα. Δωμάτιο; απόρησε εκείνος, ο γιός σας είναι εδώ από προχθές και μένει σε σουΐτα! Η απάντηση μου ήρθε αυθόρμητα, σαν να την είχα από χρόνια έτοιμη. Ο γιός μου παιδί μου, έχει μπαμπά εφοπλιστή!»
Πέρασαν τόσα χρόνια κι αυτή τη φράση δεν την ξέχασα ποτέ και πάντα την θυμάμαι όταν συναντώ ανάλογες καταστάσεις. Όταν δηλαδή πρόκειται για ανθρώπους που το μόνο προσόν τους είναι το όνομα ή/και η δουλειά του πατέρα τους (άντε και του θειού τους)