(Απόσπασμα από έναν «γάμο» της ποίησης και του πεζού λόγου)
«Πρώτοι στο προσκλητήριο, το ’χαν από παλιά,
μεσήλικες και γέροντες να κάνουν το κουμάντο.
Αρχίζανε με κλήματα με κέφι και χαρά κι ό, τι
από βλαστάρια λαίμαργα, αψιά και δυνατά,
μες στα αμπελοχώραφα θέλουνε βιαστικά
χωρίς καρπό την άμπελο να κάνουν,
εκεί με τέχνη και μεράκι κόβουνε οι παλιοί,
άχρηστους κλώνους και βλαστούς και στη συνέχεια τα απλώνουνε στον ήλιο κι αυτός με την αράδα του τους καίει τη χλωράδα.
Και όταν φτάνει η στιγμή, στα ζα τους
τα φορτώνουν κι εκεί στην όμορφη πλατεία
φτάνουν κοντά στη χαραυγή με κέφι και ζωή.
Καμαρωτοί και ζωηροί τα βάζουν στη γραμμή,
λίγο ξερό δαδί από καρδιά γέρικου πεύκου θα δώσει την πνοή κι ολόγυρα μοσχοβολά ρετσίνι και βουνό.
Πέρα στις κορυφές, αργά σκάνε οι ηλιόχρυσες
αχτίνες και τρέχουν ανυπόμονα συνάντηση
να κάνουν στις βέργες τις ξερές.
Πνοή χλιαρή και απαλή της άνοιξης παιδί
φυσάει το αγέρι κι όλα μαζί, άνθρωποι και στοιχειά ανάβουνε φωτιά, γίνεται πυρκαγιά
Μαύρος καπνός ορμά μέσα στις φυλλωσιές,
τον πλάτανο αγκαλιάζει για κάμποσες στιγμές:
«Γκούχ! Γκούχ!» βρυχιέται σιγανά. «Ας είναι», λέει σκουπίζοντας τα δάκρυα απαλά,
«αφού είναι Πασχαλιά, πώς θα ψηθούν τα αρνιά».
Τίναξε λίγο τα κλαριά αφήνοντας τη μαύρη
τη θαμπή, που μύριζε από μούστο να σηκωθεί ψηλά, εκεί στο φωτεινό και χαρωπό γαλαζωπό ουρανίσκο, όπου τον καρτερούσε η απεραντοσύνη,
γαλάζια αγκαλιά.
Σαν βιαστικός φαινότανε να ήτανε κι ο ήλιος.
Με λίγες δρασκελιές σηκώθηκε κάμποσες πιθαμές ψηλά και η φωτιά σαν έκανε κάρβουνο τα ξύλα, αρχίσανε το γύρισμα τις σούβλες με τ’ αρνιά.
Σαν ένα «Π» κάνανε τον τόπο στην πλατεία
κι εκεί που έμεινε κενό ήρθαν οργανοπαίχτες
γλέντι να στήσουνε τρικούβερτο, τρανό.
Οι νέες κοπελιές ντυμένες με τα βλάχικα στήσαν
το μεγαλείο. Κι οι νέοι έλαμψαν φορώντας τα καλά τους, καμαρωτοί κι αγέρωχοι, τσαρούχι,
φουστανέλα, με το σελάχι φουσκωτό, κουμπούρια και μαχαίρια και όση λεβεντιά είχαν μες στην ψυχή τους βγήκε στη στιγμή.
Και να, αρχίζει ο χορός όπου τον σέρνει με χαρά,
η ελληνική ομορφιά. Κλαρίνο, κιθάρα και βιολί, λαούτο, ακορντεόν, μεράκι και καημός,
ήρθαν στα κέφια οι παλιακοί, τους πήρε ο οίστρος, ντόπιο το τσίπουρο κι αγνό, κόκκινο το κρασί,
όλους τους πόνους έλυσε, που είχαν στην ψυχή:
«Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές..!» τραγούδαγαν και χόρευαν πολλοί κι ανάμεσα μερακλωμένος
κι ο Κίτσος ο ψηλός, που σφύριζε και χόρευε πολύ, σαν έβλεπε τσαρούχια να κάνουν μεγάλες ψαλιδιές, μέσα κι αυτός με μια δρασκελιά, πιάστηκε στο χορό.
-Χριστός Ανέστη, χωριανοί! είπε και ο παπάς και ευλόγαγε που γιόρταζε μαζί.
Και να, και μια χαρά, που ήταν ξαφνική.
Η Δέσπω αρραβώνιαζε εκείνη τη στιγμή,
την κόρη την μονάκριβη στου Λάμπρου το παιδί.
Το γλέντι κι η Ανάσταση δυνάμωσαν πολύ,
μέσα στης μέρας τα αγαθά έλαμψε η αρετή.
Γιορτή μεγάλη έγινε εκείνη η Λαμπρή!