Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ε φ ή μ ε ρ α και πραγματικά

(Αφιέρωμα για το περιβάλλον και τους φίλους)

Χτες βράδυ, απ’ την κείθε μεριά του ποταμού,
με τις πολλές λεύκες και τα πολλά καλάμια,
με τις βδέλλες, τα βατράχια και τα νερόφιδα,
εκεί λοιπόν αντίκρυ απ’ το ποτάμι με το αυτοσχέδιο γιοφύρι, μαζευτήκαμε στου κυρ-Παντέλο το ταβερνείο να κουβεντιάσουμε ένα θέμα που μας απασχολούσε και να πιούμε κάνα κονιακάκι
με στραγάλια και σταφίδες.
Εκεί είναι το στέκι μας, χρόνια τώρα, παραδοσιακό-χωριάτικο, τέσσερα χιλιόμετρα έξω απ’ την πνιγερή πόλη, το προτιμούμε και πάντα πηγαίναμε με τα πόδια και για την υγεία και για έναν κόκκο συγκράτησης της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Στη συνέχεια θα περνούσαμε απ’ το κοιμητήρι να ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη του φρέσκο πεθαμένου συντρόφου μας που έφυγε άδικα από ραδιενεργά κατάλοιπα που άφησε  το Τσενορμπίλ.

Όλη η παρέα μας είναι εφτά νοματαίοι, από μεσήλικες και πάνω. Οι τρεις εν’ αποστρατεία απ’ τη δουλειά και οι τέσσερεις ενεργοί, πάντα σχολιάζουμε μεταξύ μας ότι οι τρεις συνταξιούχοι την περνάν καλά. Ξεκινήσαμε λοιπόν χοχλάζοντας τα χέρια μας, κρύο ντε, Γενάρης μήνας, και λίγο πριν περάσουμε το ποτάμι απ’ την αυτοσχέδια γέφυρα –εμείς τη χαρακτηρίζαμε κειμήλιο και οι χωριάτες κάναν αγώνες να την κρατήσουν και να τη διατηρήσουν μέσα στην ύλη- ζαλίστηκε ο Μήτσος και κάτσαμε δίπλα απ’  το ανάχωμα κάτω από μια απιδιά, άδεια από φύλλα, άγριο το ανάστημά της, σκληρό και σκούρο το κορμί της, και απορούσαμε αν ακολουθούσε την ερχόμενη άνοιξη.     

Μετά λίγες στιγμές και αφού συνήλθε ο Μήτσος, ξεκινήσαμε για το ταβερνείο να κουβεντιάσουμε, όπως είχαμε κανονίσει το θέμα που μας απασχολούσε κι ήταν μια παρεξήγηση, μια χαζομάρα δηλαδή, που δεν άξιζε τον κόπο να πικραθούμε και να αφήσουμε μια μαύρη χαρακιά στον πίνακα της φιλίας μας.
Συζητώντας στο ταβερνείο και πίνοντας αργά το κονιακάκι μας με στραγάλια και σταφίδες καταλάβαμε ότι πρόκειται για παιδική χαζομάρα που μια κακή στιγμή έφερε μια αλληγορική κουβέντα, μια λέξη δηλαδή, που ένας από μας ερμήνευσε λάθος και άντε να το βρεις. Κι όλα αυτά μεταξύ μας· ένα ανακάτωμα άσκοπο και ευτυχώς με άδοξο τέλος.

Φεύγοντας ξαλαφρωμένοι πια, περάσαμε απ’ το κοιμητήρι να ανάψουμε ένα κερί στον πενηντάχρονο σύντροφό μας κι εκεί, ποτισμένοι και από κονιάκ μας έπιασε ο οίστρος του παράπονου και του κλάματος για το μάταιο.

Κι είμαστε εμείς, μια παρέα που μετράμε στα δάχτυλα των χεριών, δεμένοι κάμποσα χρόνια τώρα, τραγουδιστάδες των καημών, των ανθρώπινων βασάνων και εραστές της φύσης, αφού καταφέρνουμε και ελέγχουμε το λόγο, ακόμα και αν μας ξεφύγει κάποια φορά, να όπως τώρα, τον κατευθύνουμε και τον κάνουμε να μιλάει.
Φιλοσοφούμε τον Πλανήτη μας τη μέρα κι όλα τα υπαρχτά του, ιδιαίτερα το δίποδο τέρας, και τη νύχτα φιλοσοφούμε τον ουρανό, είτε είναι έναστρος, είτε είναι άναστρος και πάντα στη λογική μας αστράφτει το ίδιο  συμπέρασμα:
Ματαιότης! Όλα ματαιότης!
Κι αμέσως έρχεται μια εσωτερική  σύγκρουση που συνταράζει το είναι μας. Η ελπίδα!

Αφήσαμε πίσω μας το κοιμητήρι στην αιώνια ησυχία του, και περασμένα μεσάνυχτα, παγωμένα και άναστρα κι ένας αγέρας, που μόλις είχε σηκωθεί, να ουρλιάζει ο σκύλος, να χτυπιέται και να σκίζεται στα δοκάρια της αυτοσχέδιας γέφυρας και στα γύρω δέντρα, οι καλαμιές να σκύβουν στο πέρασμά του και το γιοφύρι να τρίζει όπως οι πόρτες στοιχειωμένου κάστρου.
Ό, τι μπορέσαμε και βρήκαμε μια γωνιά ανάμεσα στις λεύκες και στις καλαμιές, κάτσαμε κάτω και δεθήκαμε για μια ακόμα φορά, πιάνοντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Εκείνος ούρλιαζε και σήκωνε τα νερά του ποταμού με ανατριχιαστικό πλατάγισμα για να δείχνουν εκείνα σαν περίεργες νεκροκεφαλές με σαγόνια που τρέμαμε.

-Πάει! Χανόμαστε! φώναζε ο Άλκης.
-Ως εδώ ήτανε, θα μας ξεκάνει, απάντησε ο Αλέξης.
-Και καλά κάνει, φίλοι μου, καιρός είναι να μας ξεπαστρέψει, είπε ο βαρύτονος Κλεάνθης.
-Παιδί της φύσης είναι, βρε παιδιά. Ουέ και αλίμονο στον άνθρωπο που τόλμησε μαζί της να τα βάλει, συμπλήρωσε ο Ορέστης.
-Πω! Πω! Τι κακό είναι αυτό! Ο θυμός, η οργή και η ορμή του και βουνά μπορεί να αναποδογυρίσει, είπε ο Ρήγας με θαυμασμό και ο Μήτσος βλέποντας και ακούγοντας πάλι ζαλίστηκε.  
-Κουράγιο βρε παιδιά, θα περάσει, τόλμησα να πω κι εκείνος, λες και μ’ άκουσε, θύμωσε ακόμα πιο πολύ και με τα αόρατα μπράτσα του άρπαξε το γιοφύρι και το διέλυσε.

Μετά από κάποια διάρκεια ώρας –που να κρατήσεις το χρόνο! όλοι μας αγκαλιαστήκαμε γερά μεταξύ μας φοβούμενοι μην αρπάξει κάποιον από μας- μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν να λάμπουν οι νεκροκεφαλές στο νερό, οι λεύκες σήκωσαν τα κορμιά τους, εμείς αρχίσαμε σιγά να βρίσκουμε το ρυθμό μας και απ’ το διπλανό χωριό ακούστηκαν φοβισμένα  σκυλιά, γαϊδούρια, κοκόρια και άλλα ζώα και από την κοντινή πόλη μας οι σειρήνες χτυπούσαν συναγερμό.

Πέρασε εντελώς το πέρασμα του χάρου, έτσι το καταλάβαμε εμείς, αφήνοντας τη σφραγίδα της προειδοποίησης ότι θα ξαναρθεί, πότε, πώς και πού θα εξαρτηθεί από μας.

Πήραμε το δρόμο της επιστροφής σκεφτικοί και συνοφρυωμένοι, όχι από το πέρασμα του άγριου αγέρα, αλλά από ένα ακόμη προμήνυμα. Αλλάζοντας πορεία εξ αιτίας του ρημαγμένου γεφυριού, είδαμε στον ουρανό, ανάμεσα στα μαύρα σύννεφα, μια μικρή τρύπα και το φανέρωμα ενός αστεριού!
Να τη! Να τη η ελπίδα άνθρωποι! Αγκαλιάστε την! Πιάστε την στα  χέρια σας, ψηλαφίστε την, αφουγκραστείτε την και ερωτευθείτε την. Δείτε, δείτε. Σαν το μοναδικό άστρο, μοναδική κι αυτή. Αφήστε πειράγματα και πειράματα με τη φύση. Κι εσείς άνθρωποι, μεταξύ σας λογικευτείτε.

Τρίκαλα 25 Φλεβάρη 2007   
Βάιος Φασούλας