(Για τις φίλες (και ιστοσελίδες) και φίλους ένα αφιέρωμα- απόσπασμα από το ελεγείο «Η Ελλάδα στον Αιώνα μας» -Οι Πατρίδες μου κι εγώ- 2001 σελ. 241. ISBN 3-00-008222-0 (Τη συνέχεια μπορείτε να τη ζητήσετε από τον ίδιο- «Όνειρο» Τάχα ποιος δε βλέπει όνειρα αυτό τον καιρό ή μήπως είμαι μόνο εγώ ονειροπαρμένος; Εσείς θα μου πείτε )
Ο Ν Ε Ι Ρ Ο
«Κι όπως εκείνη μίλαγε και άκουγες με σκέψη
αργά, αργά χανότανε ο τόνος στη φωνή της
ό, τι είχε για να πει, το είπε κι έχει τελέψει
και ηρεμία απλώθηκε, γαλήνη στη μορφή της.
Πρώτη φορά την είδα
τόσο ήρεμη και πράα και κάθεται πάλι καταγής,
στάθηκε η ανάπνα τ’ αγεριού, μαρμάρωσαν τα φύλλα
και μια σιγή παράξενη απλώθηκε ευθύς
Κι εκεί που ετοιμαζόμουνα για να σου πω, μίλα,
Μίλα, μάνα μου, κι εσύ
βαριά νιώθω τα βλέφαρα, τα μάτια μου να γέρνουν
η ανάσα μου κυματιστή που σπα στο βράχο πάνω
κι ακούμπησα στον γέρικο κορμό, μην πέσω κάτω.
Μου φάνηκε πως με άδραξαν του δέντρου τα κλαριά
ήθελαν να με δέσουν,
καθώς στο δρόμο διάβαινα κι ακούω δυνατά
φωνή και αναρίγησα, μου σκώθηκε η τρίχα
και έσφιξα τα δόντια μου απ’ το λαχτάρισμά μου,
όχι κείνο της φωνής, μ’ αυτό απ’ την καρδιά μου.
Κι άκουσα ω, άκουσα
από έναν μασκοφόρο, μαύρος σαν τη στολή του,
έτσι καθώς το απόβραδο με πρόλαβε στη στράτα,
σαν χάρο τον εθάρρεψα με τ’ ασημί σπαθί του
να το γυρνά συνέχεια πάνω απ’ την κεφαλή μου
να χάνω την ψυχή μου
-Ε, εσύ εκεί, για πού τραβάς, ποιον πας να συναντήσεις 90
αυτούς τους τόπους που πατάς ανήκουνε σε μένα
Μη λάθεψες τη στράτα σου μες στις περιπλανήσεις,
Φύγε από δω και μη κοιτάς τριγύρω τα καμένα,
φύγε σου λέω και μη
ζητάς καβγά, το σόι σου από σε να πληροφορηθεί
ότι τα χρόνια άλλαξαν, άλλαξαν και οι καιροί
κι ότι ετούτη εδώ η γη ανήκει πια σε μένα.
Άιντε, άιντε μη μ’ αγριεύεις πιότερο πάρε το δρομολόι
μην οργιστώ με σένα.
Κάτι επήγα να ειπώ, έβγαινε σαν κραυγή, βόλι
ο λόγος του, έκαιγε, μου τρύπησε κορμί, ψυχή,
μα πιότερο μου λάβωσε βαθιά τη λογική
και το στοιχειό από μέσα μου πλάνταξε στη στιγμή
έξω να βγει κι ως θεριό
πάνω του να ριχτεί, στους άγνωστους αυτούς εδώ
να δείξει τη φυγή. Κι όπως αγώνα έκανα να
ελευθερωθώ και τα δεσμά απ’ τα χέρια μου να
σπάσω, να λυθώ, κι άλλα δεσμά μου βάλανε στα πόδια
και στη μέση, τα δόντια
σφίγγω και βογκώ και τρίζουν από πόνο κι εκεί,
καθώς ο αγώνας γίνονταν μάταια, ω συφορά,
μ’ ένα μαντήλι δυο θεριά μου κλείνουν τη φωνή
κι άλλοι δυο σαν αστραπή μου βάζουν μια θηλιά
και με κρεμούν, οι άθλιοι,
κάτω από μια σκαμνιά. Τα μάτια μείναν ανοιχτά
να βλέπω τα σκοτάδια, κι όλες της νύχτας τις σκιές
και τις απανταχού φωτιές, πλατιές αναλαμπές
που έσπειραν και χαίρονται και πιλαλούν οι δήμιοι
με τα σπαθιά στα χέρια.
Να τους θωρώ τριγύρα μου, να σκούζουν σαν δαιμόνοι
και να γελούν και να πηδούν γύρω απ’ την αγχόνη,
ανήμπορος να βρίσκομαι στου χάρου το σκαμνί
και η θηλιά ασφυκτικά να σφίγγει πιο πολύ.
Τηρώ ψηλά τ’ αστέρια,
τα ψάχνω και προσεύχομαι, τα σύννεφα να σκίσουν
να ρίξουν αστραπές, σε τούτη δω την κόλαση να
ρίξουνε φωτιές, κι απάνω τους βίαια να χιμήξουν
να λιώσει η καταχνιά, τούτοι οι κολασμένοι να
να παν στα καταχθόνια.
Μα αυτοί όλο θεριεύουνε και η ματιά γυαλίζει
τους βλέπει ο Θεός και σκιάζεται κι η γη ραγίζει,
βλέπω κι εγώ και μέσα μου μουγκρίζει το θεριό,
πάει, λέω, αγρίεψε και θα τους αφανίσει
μέγα κακό θα γίνει.
Κι είν’ αιμοβόροι και κακοί με πονηρές ματιές
αφού και ο ίδιος διάολος σαν είδε τις σκιές
στα πόδια το βαλε με μιας κι έβαλε τις φωνές,
«τούτοι δω, ξεφώνησε, την κόλαση έφεραν στη γη
όλεθρο και καταστροφή»
Με χάχανα με ζύγωσε ένας απ’ την παρέα
και από το στόμα του έβγαζε φωτιά, καπνό, χολέρα,
στο κούτελό του κέρατο ήτανε φυτρωμένο
και τα φτερά τον έφτιαχναν σαν δράκο αγριεμένο.
Σκαρφάλωσε, ο άτιμος
στις πλάτες μου απάνω κι ακούμπησε τη σπάθα του 101
στον κούτικά μου πάνω κι ένας άλλος δίπλα του
το σώμα μου κουνάει μαζί και το σκαμνί, το πώς
θα με κρεμάσουνε να κόψουν τη ζωή και τώρα
περιμένουν για να μου
βγει η ψυχή. Χάχανα και πειράγματα μάτωσε
το κεφάλι, κι αργά, αργά το τρύπαγε το αίμα
μου να πιει, κι εκεί καθώς δεν άντεχα κοκάλωσε
η καρδιά, όχι από τρόμο που ’φερνε το γέρμα,
μα απ’ το στοιχειό, που
μέσα μου είχε ελευθερωθεί. Ένα κεφάλι
δίπλα μου πέφτει σαν κολοκύθι και ένα πάλι
εμπρός μου και κάτω από τη σκαμνιά, τα γέλια
σταματήσανε κι ακούγονται σπαθιά, «φραπ!» από δω,
«χραπ!» και από κει, μετρώ,
ποιο να πρωτοδώ; Η κόλαση πια χάνεται, μαζί
κι όλες του τρόμου αδερφές και οι δαιμονικοί
κάμποσοι που γλιτώσανε διπλώσανε στα σκέλια
όλη τους την παλικαριά, που ήτανε βιτρίνα
και φύγαν με μανία.
Κι ήρθε το φως και τα πουλιά άρχισαν το τραγούδι
του ήλιου οι αχτίδες να πέφτουνε γλυκά, το χνούδι
της ανοίξεως να απλώνεται ξανά κι εκεί δα
που νόμισα πως τώρα πια όλα τέλειωσαν και θα
λευτερωθώ, κείνο το
κεφάλι που βρίσκονταν κομμένο καταγής, ξαφνικά
άρχισε το κατρακύλισμα, να φτάνει στο σκαμνί
να κουτουλά απάνω του, μετέωρος να μένω
απάνω από τη γη, κρεμάμενος να βαίνω
πια στην άλλη τη ζωή.
Μόνο να βλέπω, το μπορώ, ακόμα και ν’ ακούω,
ν’ ακούω, μα να, δε βλέπω κι αργά χάνεται και η
ακοή, μα μπόρεσα κι άκουσα σφύριγμα από τρένο,
νιώθω τ’ αγέρα χάδεμα κι αργά πια ανασαίνω
μέχρι π’ αγγελοκρούω
την πόρτα τ’ ουρανού. Μετά, έγειρα το κεφάλι,
λύθηκαν τα σχοινιά, χάθηκε το σκαμνί, πάτησα
και στη γη κι ένα υπόκωφο «βουουου!» που άκουσα
καθώς και μια φωνή κόντεψε να χαθεί και πάλι
η ψυχή και… πλάνταξα…
….