Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Οι «μεγάλοι» άνθρωποι, οι λαοί κι εμείς..!

(Στους στοχασμούς του Δεκέμβρη 1998)


( Α φ ι έ ρ ω μ α )

(«…μπάξε, καημένε, Αντριά! Μπάξε, μπάξε…!»… «Κι αν μπήγω κι αν δεν μπήγω, απ’ τον τορβά μου μπήγω..» απάντησε ο φρεσκοαρραβωνιασμένος Αντρέας όταν πήγε να δει την αρραβωνιαστικιά του. Του είχανε ορμηνέψει οι δικοί του να μη φάει στα πεθερικά του πολύ και ντροπιαστεί και τους άκουσε. Όταν μετά από λίγη ώρα ο Αντρέας πείνασε βγήκε στην αυλή να φάει κάτι απ’ το σακούλι του. Εντελώς τυχαία βγήκε και ο πεθερός του κι όταν είδε που χιόνιζε είπε στον καιρό: «μπάξε, Αντριά, μπάξε…!»
Με την παροιμία αυτή να πούμε, έστω και καθυστερημένα, «Χρόνια Πολλά» σε όλες και σε όλους τους Αντρέηδες και στις Ανδριάνες και μέσα απ’ το «χαμένο» και περασμένο μήνα τους (Νοέμβρη), κάναμε το επόμενο βήμα και πήγαμε στο Δεκέμβρη όπου τον λένε κι αυτόν «Αντριά», να κάνουμε έναν περίπατο στο χτες και στο σήμερα και αν μπορέσουμε να οραματιστούμε τον «Αντριά» του αύριο. Επίσης όλος αυτός ο στοχασμός –αν ο υποφαινόμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόν το χαρακτηρισμό- γράφτηκε για όλον τον τρικαλινό τύπο και για όλους τους συνεργάτες του του οποίου, τύπος, είχε την ευαισθησία και την απλοχεριά να φιλοξενήσει και να φιλοξενεί το γράφοντα. Επίσης γράφτηκε και για ένα καλό φίλο, Αντρέα, για άλλους δυο-τρεις φίλους και τέλος σαν ένα Χριστουγεννιάτικο μήνυμα με την ευχή όλοι οι στοχασμοί που άπτονται με τα αρνητικά δρώμενα των ημερών μας να πάψουν να επιβεβαιώνονται και ο ερχομός της νέας χρονιάς να είναι ανθρώπινος!
Καλές γιορτές. Πόλη της Φύρτης-Γερμανία Δεκέμβρης 1998 Β.Φ.)

Μπήκε κι ο Δεκέμβρης του 1998. Το τελευταίο σκαλί του χρόνου, το προτελευταίο του αιώνα και της χιλιετίας όπου τον ερχομό τους συνόδευσε πάντα το ανθρώπινο στοιχειό που κατάφερε να ζήσει. «Αντριάς», κατά την παράδοση του σοφού λαού μας, όπου μεστώνει το κρύο, συμπυκνώνει και σφυρηλατεί το σκοτάδι για να το προσφέρει στη συνέχεια ξαλαφρωμένο στο Γενάρη, ν’ αστράψει εκείνος σαν άστρο που βγαίνει μέσα απ’ το σκότος και τη νάρκη, να αβγατίσει το φως και να φωτίσει τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη. Αντριάς! Παρόλο που έφερνε τις δυσκολίες του χειμώνα με τις ομίχλες και τις βροχές, τις λάσπες και τα χιόνια, τις καταιγίδες και τις χιονοθύελλες, έφερνε πού και πού κα

ι καμιά μπονάτσα μεταβάλλοντας έτσι τα στοιβαγμένα χιόνια των βουνών και των κάμπων σε νερά διαμορφώνοντάς τα σε ρέματα και χείμαρρους. Σε χείμαρρους και σε ξεροπόταμους που κατηφόριζαν αγγρισμένοι στους κάμπους φορτωμένοι τους φυσικούς τους οίστρους δείχνοντας την απεραντοσύνη της Αυτοκρατορίας και της Επικράτειά τους έτσι που κάνανε τους ανθρώπους άλλοτε να σκιάζονται απ’ τα θυμώματά τους και άλλοτε να θαυμάζουν αχόρταγα την άγρια ομορφιά και το απέραντο κάλλος. Εκεί, καθώς το πέρασμα του φυσικού στοιχειού έφερνε τρόμο και φόβο όπου μες στις βουές του ανακατεύονταν και προσθέτονταν τα αλυχτήματα των πεινασμένων αγριμιών και των ανέμων, εκεί που ο ουρανός έβαφε τη γη με ασήμι και τη χτυπούσε με ατσάλι και σμίγονταν μαζί της, εκεί που τα δέντρα προσκυνούσαν και ξεριζώνονταν, εκεί που οι τσίγκινες και πλάκινες στέγες ξεκαρφώνονταν και τα τριξίματα από ριγμένους σταυρούς και κόκαλα σταματούσαν το νου σηκώνοντας την τρίχα, εκεί, λοιπόν, στα αποκομμένα τους χωριά και στις καλύβες, στα μαντριά τους και στα ντάμια, πότε για ώρες και πότε για μερόνυχτα ταμπουρώνονταν οι χωριάτες καρτερώντας το πέρασμά του λέγοντας τραγούδια, προσευχές και ιστορίες των παππούδων τους παρμένες απ’ τα βάθη του χρόνου.
Αντρειωμένοι και υπομονετικοί καρτερούσαν το οργισμένο πέρασμα των φυσικών στοιχειών, συντροφιά πολλές φορές με τα ζώα στ’ αχούρια τους έτσι που να καταλαγιάζουν λίγο τον τρόμο τους, μέχρι που κάποια στιγμή ακούγονταν το γάβγισμα ενός σκύλου, το γκάρισμα του γαϊδάρου, τα βελάσματα των προβάτων, το λάλημα των πετεινών, ενώ οι βουές και τα αλυχτήματα έσβηναν και χάνονταν κάτω απ’ το χαμογέλι μιας ηλιαχτίδας ώσπου ξανάβρισκαν εκείνοι οι κιβωτοί, τους σωστούς ρυθμούς στη ζωή! Αντριάς, λοιπόν, με πολλά πρόσωπα όπου οι άνθρωποι πάντα τον περίμεναν με άδολη αγωνία να πάρει από πάνω τους όλο το μαζεμένο άχτι της χρονιάς και να προετοιμάσει το σφυρηλάτησμα της τύχης τους, να παίξουν και να οραματιστούν μαζί του φτιάχνοντας καινούρια πλάνα, να μοιραστούν λύπες, χαρές και προσδοκίες και να γιορτάσουν (οι χριστιανοί) απ’ άκρη σ’ άκρη τον ερχομό του Μεσσία και τη Λαμπρή Πρωτοχρονιά που πάντα ετοίμαζε και μας ετοιμάζει και τώρα. Και μαζί με τούτον το Δεκέμβρη σκεφτόμαστε και του αιώνα το τελευταίο του σκαλί…
«…Απ’ τη στιγμή που ήρθες κι έμοιαζες σαν άρχοντας ή θεός / Σαν ημερολόγιο ή ιστορία, σαν κατάρα ή αμαρτία / Πάνω σου εναποθέσαμε σαν άνθρωποι τα βάρη μας / Να σε θωρούμε λυτρωτή πολλές φορές / Αφού κάθε χρονιά για σένα τραγουδάμε(τούτη που τώρα φτάνει είναι η ενενήντα εννιά) / Πάνω στων παιδιών σου αλλαγές / Εκεί μαζί τους να ξεχνούμε / Όλους τους πόνους μας, λύπες και πληγές / Κι εκεί πάνω τους αφήνουνε / Όλοι οι λαοί και οι φυλές όλες μας τις ευχές… Να σβήσουν οι απόηχοι των πόνων και το κλάμα…! Να λάμψει ο ήλιος να χυθεί…! Πα στην ομίχλη, στην κατάρα…! Με μιας να λιώσει, να χαθεί…! / Σ’ αυτό συμπαραστάθηκες, αλήθεια / Με υπομονή που δεν έδειξες ποτέ / Μόνο που έτριζες τα δόντια / Ήσουν, φαινόσουν κι ανιδιοτελής
Μα απ’ τη σιωπή και ανοχή ίσαμε την υποταγή σου στ’ ανθρώπινο στοιχείο / Αδιαφόρησαν στους χρόνους σου, στους μήνες σου, στις ώρες / Έχοντάς σε πάντα στην ώρα του μηδέν / Σκέψου, ω εσύ αιώνα! / Μαζί μ’ εμάς και σένα αλωνίσαν τα θηρία / Θερίζοντας καρπούς πραγματικούς!
Κι άλλα πολλά θα μπορούσα να σου πω / Να σου θυμίσω και τον πολιτισμό μας / Όπου στο διάβα σου άκμασε και πλάτυνε πολύ / Κι όλα πια γίνονται πατώντας ένα κουμπί…
Όλοι, μα όλοι, μιλούν για σένα / Κι απ’ την αόρατη σκιά σου παίρνουμε ανάσα κι αντοχή / Άλλοι πάνω σου γράφουν δεινά και διαθέσεις / Κι άλλοι πάνω σου γέρνουν σαν κορφές / Αειφανή σε θωρούν, σα φρούριο απόρθητο κι αδάμαστο προστάτη / Τους αληγείς ανέμους να διώχνεις διαρκώς / Να στραφταλίζουν οι κορφές τους με καμάρι / Όπως μετά τη μπόρα και τη νεροποντή που έριξε η φύση και σκιάχτηκε η ίδια / Απ’ το ατσάλι, τη φωτιά και τη βροχή / Κι εκεί αφήνουν τη γυαλάδα να φεγγίσει / Οι δρόμοι, οι ανθρώποι, οι στέγες, τα κλαριά / Μια ασημένια κρούστα να τα ’χει περιλούσει / Κι ο άνεμος ο κοσμοταξιδευτής να παίζει απαλά τη μουσική του / Να διώχνει μακριά τ’ ανθρώπου αθυμιά / Να τραγουδά μαζί με τα πουλιά / Των αγριμιών φωνές να κάνει μελωδίες και να στεγνώνει με χαρά όλη την πλάση / Ο ήλιος ο λαμπρός μη μας βραχεί / Να σκάζουν, να φλογίζουν οι αχτίνες / Αίθριος ν’ ανοίγει τις πύλες ο ουρανός / Χαρά Θεού να γίνεται η ζήση / Και να ηχούν ξανά όλων οι προσδοκίες / Και ν’ αρχινούν απ’ την αρχή…
Έτσι θα μπόραγες κι εσύ να είσαι / Και ουρανός και γη, μπόρα και άνεμος, ήλιος και βροχή!
Μα κι αστραπής να έπαιρνες την όψη / Και τη φωτιά να είχες αδελφή / Του χαλαζιού και της βροντής, θεός που θα ’σκιαζες τα όρη / Να θέριζες τον κόσμο, τις κορφές και τα νερά / Λαίλαπας αγγρισμένος να γινόσουν και να σέρνεις / Σαν άχυρα τον κόσμο και τα κύματα, τα δένδρα και τα βουνά Σεισμός που θ’ άνοιγες ως και της γης τα σπλάχνα / Και να ξερνάς αδιάκοπα φωτιά και καταχνιά…
Κάποια στιγμή θα σώπαινες κι εσύ / Τούτο το μεγαλείο θα το ’θελες κι εσύ..!»
Μαζί όδευσε κι αυτός σαν μήνας ανάμεσα από δυο ζωές φέρνοντας απ’ τη γέννησή του ακόμα πολλές χαρακιές, έτσι που άλλοτε να δείχνει σαν ηφαίστειο χορτασμένος από κατάρες κι αφορίσματα κι άλλοτε σαν γίγαντας φορτισμένος από ευχές, αβρά καλωσορίσματα, όνειρα και φιλοδοξίες απ’ το ανθρώπινο μένος αλλά και μπουχτισμένος απ’ τις ματωμένες πορείες των δυο αιώνων όπου πάντα μάθαινε τα της πορείας των και να αφουγκράζεται κι αυτός τους ανθρώπινους πόνους, πάθη, καημούς και μεράκια. Πάθη που έτρεξαν σαν αίμα απ’ το πιο αξιοθαύμαστο κι αξιολάτρευτο πλάσμα του Πλανήτη. Αυτό που έφτιαξε ο Θεός, ευλόγησε και φώτισε, για να φωτίζει στη συνέχεια τις γωνιές του κόσμου και της ψυχής έτσι που να πρυτανεύσει η αγάπη, να μεγαλουργήσει η αρετή και να κυριαρχήσει η ανθρώπινη σοφία για να μπορέσει να μοιραστεί το ανθρώπινο δίκιο σωστά και δωρεά όπως ο ήλιος σκορπά απλόχερα τις αχτίνες του και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος και του Πανήτη μας. Κάτω από το δικό του λαμπρό χάδι γαλουχήθηκαν και φωτίστηκαν μεγάλοι άνθρωποι: πρωτόπλαστοι, προφήτες, Βούδας, Χριστός, Μωάμεθ, Απόστολοι, Άγιοι, αυτοκράτορες και μεγάλοι στρατηλάτες με σκοπό τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο του και τη δίκαια κατανομή της ζωής και των αγαθών της απ’ τον ίδιο στον ίδιο.
Οι Πόλεμοι τόσο κατά το ξεκίνημα μιας χιλιετίας, μιας εκατονταετίας κι ακόμα μιας νέας χρονιάς όσο και κατά τη διάρκεια της παραμονής των που σε μεγάλες συχνότητες και ταχύτατα διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, υπήρξαν πόλεμοι εξοντωτικοί για το ανθρώπινο είδος, πόλεμοι επανδρωμένοι με το στοιχειό του ματεριαλισμού και της ταχύτητας, μεταμορφωτικοί ως προς τις παραδοσιακές αξίες και συνήθειες, εξοπλισμένοι με τον απάνθρωπο διαχωρισμό τάξεων και με δημιουργήματα ρατσιστικών εστιών, πόλεμοι καταστροφικοί για το οικολογικό περιβάλλον και άλλα πολλά, είναι αυτά που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα και είναι αυτά που επέβαλαν την παρούσα αναφορά…
«…Τα δένδρα, τα βουνά, τους κάμπους και τις στεριές κι αυτά τα έχουν προσαρμόσει στην ταχύτητα / Και ο ήλιος καυτός, χλωμός κι αρρωστιάρης / Τα φύλλα, παράξενα, να πέφτουν, να βγαίνουν, να…πληθαίνουν έτσι που να μας δίνουν δεύτερους καρπούς σε Ανάρμοστη εποχή / Και ο αγέρας με ορμές και με παράξενες οσμές να οργιάζει / Με κρύο, με ζέστη, να σκούζει σα λύκος, να σαρώνει σα σίφουνας και ν’ αφήνει γι’ αχνάρια σκόνες κι αλάτι / Με βροντές κι αστραπές, με χιόνια, χαλάζια / Με νερά ψηλά, θολά κι ορμητικά, πλημμύρες, καταποντισμοί, / να χάνεται ο κόσμος μπροστά στα μάτια μας / Μας λείπει, ω ναι, άνθρωποι, μας λείπει μια κιβωτός / Να μπούμε μέσα να σωθούμε, ίσως, για μια ακόμα φορά / Δονήσεις, ξεπαστρέματα, καταστροφές που σαρώνουν σπίτια, γεφύρια, δρόμους και πόλεις / Πράγματα ανώμαλα, συχνά…φυσικά! / Άνοιξη έρχεται, βρίσκει μια Γη καφετιά / Άδεια από δάση, γίναν φωτιά, στάχτες, καπνός κι αντάρες / Τα ψάρια πεθαίνουν, μια βρώμα ανθεί / Τα ζώα πεθαίνουν και φέρνουν λεφτά / Τα πουλιά πεθαίνουν, κατάρα θα ’ρθει
Τα νερά μας πεθαίνουν, μας στεγνώνει η μιλιά / Οι άνθρωποι χάνονται, στη μαύρη ήπειρο και σ’ άλλες γωνιές, / σε μέρη αφώτιστα σε σχέση μ’ εμάς και φτωχά / και σβήνουν ταχύτατα αφήνοντας πίσω τους μια καταχνιά…»
Πόλεμοι που οι «μεγάλοι» άνθρωποι διαμόρφωναν σε χώρες και λαούς κάτω απ’ τις δικές τους επιρροές και διαθέσεις προκειμένου να εξυπηρετούνται τα δικά τους συμφέροντα. Συμφέροντα που για το ανθρώπινο στοιχειό δεν είχαν καμιά θέση στον περίγυρο της ύπαρξής του και στον Πλανήτη που όμως «καθιερώθηκαν» και εγκαθιδρύθηκαν απ’ την παρουσία και την επιβολή των «μεγάλων». Συμφέροντα που οι τότε Απόκληροι λαοί δεν μπορούσαν να αντιληφθούν όταν εκείνο που τους ένοιαζε ήταν μια κόρα ακάθαρτο ψωμί και μια γωνιά να σταλιάζουν αναστέλλοντας για κάποιον καιρό τον θάνατό τους. Άνθρωποι που καταδιώκονταν ανελέητα απ’ τις αρρώστιες που πάνω τους απλώνονταν χειρότερες κι από κάθε άλλη γήινη κατάρα τις οποίες αποχτούσαν απ’ το «δημιουργό» και «μεγάλο» άνθρωπο, για να βρίσκουν ομαδικά το θάνατο μέσα σε τρώγλες, σε κατακόμβες και σε σπηλιές απ’ τους εξωμότες σαούληδες και λοιπούς κακούργους που είχαν απαρνηθεί Θεό και άνθρωπο. Μα κι αν ακόμα έπεφτε στην αντίληψή τους η αδικία και το μεγάλο κρίμα που υπόκειντο με πάθος και μίσος, θα αντίκριζαν τον άγριο θάνατο του λιθοβολισμού, της λαιμητόμου, της κρεμάλας, της σταύρωσης και βεβαίως όσοι ξεχώριζαν… μυϊκός, έπαιρναν τους δρόμους των σκλαβοπάζαρων και της κτηνώδους ταπείνωσης.
Συμφέροντα που φτάνουν στις μέρες μας «εκπολιτισμένα» και διαμορφωμένα απ’ τις τάξεις πραγμάτων και τις… ανθρώπινες φιλοδοξίες βουτηγμένα στη ματαιότητα και στο ανθρώπινο πάθος. Η παραγωγή ανεξέλεγκτων αντικοινωνικών ομάδων που ρυθμίζουν τη ζωή αρνητικά, είναι δημιουργήματα και τεχνάσματα που προέκυψαν και προκύπτουν απ’ τις αφορμές του «μεγάλου» ανθρώπου, ενώ οι επίγειοι «άγγελοι»-φύλακες αντί να προστατεύουν τα πλήθη, συνωμοτούν και συνεργάζονται με τα κράτη ανά της γης έτσι που να διευρύνεται επικίνδυνα η κοινωνική αναρχία ξερνώντας στο «μεγάλο» άνθρωπο δυσοίωνους κραδασμούς από μίση και άρνηση, αποστροφής και απαισιοδοξίας.
Με τη «μαγιά» της «δύναμης» φυτεμένη σαν γυπών φτερά στους ώμους τους οι «μεγάλοι» και με φορτωμένες, επίσης, τις «αμαρτίες» της καταβολής των οι μικροί κι ασήμαντοι άνθρωποι στις πλάτες τους, φτάσαμε πλέον σαν δρομείς και, με τις ελπίδες μας που όλο μεταφέρονταν απ’ το παρελθόν στο παρόν και μετατίθενται στο… μέλλον, μπερδεμένοι σαν ένα κράμα «οικοδόμων» στο σήμερα, με ένα πολύ διαφορετικό ανακατεμένο χάσμα ασυνεννοησίας, αγνωριμίας και εχθρότητας μεταξύ μας για να χτίσουμε τον μοντέρνο πύργο της Βαβέλ. Και τώρα που στις… εκσυγχρονισμένες και… πολιτισμένες Χώρες έχουνε ελλείψει οι παλιές αρρώστιες, άλλες ανίατες κι ακαταπολέμητες ασθένειες τις έχουν αντικαταστήσει.
Επί πλέον ο «κοινωνικός» και κομματικοποιημένος προσηλυτισμός έχει προσχωρήσει απερίγραφτα στους ιστούς της δήωσης και εκφυλίζεται καθημερινά κατευθυνόμενος προς άλλους σκοπούς, ενώ ο Ουμανισμός (ελληνικό προϊόν) γίνεται αντιληπτός σαν τις αλκυονίδες νύχτες που κρατούν κάποιες στιγμές ή ώρες μέχρι που χάνεται στα ψύχη. Και μέσα σ’ αυτά τα ψύχη μετεωρίζεται και εγκλωβίζεται από μαγνητικά γήινα πεδία μέρος υγιέστατων ανθρώπων οι οποίοι ασκούν μικρή ή μεγάλη εξουσία ώσπου κάποια στιγμή χάνουν ή αφήνουν να χαθεί η Προσωπικότητά τους μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύμπλεγμα αντιφάσεων και φατριών αρτηριοσκληραίνοντας τις χορδές της λογικής και της μνήμης τους.
Και ο «μεγάλος» άνθρωπος είναι πάντα κοντά και μας… φροντίζει. Φροντίζει για το φως και για την ύπαρξή μας, για την απομάκρυνση του σοβινισμού και του ρατσισμού, για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και προς αυτή την κατεύθυνση έχει πιστά στρατευθεί ο Μικρός κόσμος του «μεγάλου» ανθρώπου, ανάμεσα και ο κόσμος των δογμάτων…
«…Παπάδες, ραβίνοι και πάπηδες, θ’ αρχίσουν να ζουν μια νέα εποχή / Δόξα μεγάλη έρχεται πάλι, θα πούνε -μας λένε- ξανά θα φτάσει γοργά να επικρατήσει ο Θεός / Και θα ρίξει φωτιά σε απίστους, πιστούς και να λένε πολλοί / «αμήν και πότε», να σωθεί του ανθρώπου η φυλή / Και το λένε πολλοί και φυλές και λαοί / Μας θυμιατίζουν, μας αφορίζουν, μας εξορκίζουν για να μας θυμίζουν της εποχής μας τα Σόδομα και Γόμορρα / Και μιλούνε πολύ για ψυχή καθαρή / Ετούτη η Ζωή περνά βιαστικά / Μια άλλη μένει, αθάνατη τη λένε, δίνει παράδεισο ποτέ δεν παθαίνει / Τρίβουν τα χέρια κι έχουν χαρά / Αγώνα προσμένουν ανθρώπων, ιερός θα ’ναι ξανά… / Σταυρός από δω, μπροστάρηδες οι καθολικοί με φαλακρά κεφάλια απ’ την πολύ σοφία «διώχνουν» πολέμους μακριά Κι απ’ την άλλη μεριά, ω ναι, του Αλλάχ τα παιδιά / Όλοι μαζί πάνε μπροστά όπως παλιά και σημαία προόδου έχουν ψηλά / Δουλειά είναι εδώ, λένε ή δείχνουν, δουλέψτε «πιστά» και κόψτε των σκύλων ορμή και αραιώστε των απίστων φυλή / Και χαντζάρια από κει γυαλίζουν σα φεγγάρια σ’ αλκυονίδες νύχτες που χαλάσανε, λένε, οι άπιστοι τον ουρανό και τη γη / Και βογκά η ψυχή των ανθρώπων πριν ακόμη τους βγει…»
Ακόμα «φροντίζουν» και για την «Κοινωνική» Πολιτική οι πολιτικοί και ανησυχούν για την απώλεια των «λευκών» και «άκυρων» που γεμίζουν τα καλάθια των αχρήστων όπου απ’ τη μια δείχνουν περίτρανα τη συνεχή αλαζονεία, την αλληγορία και τη δημαγωγία και απ’ την άλλη την αδιαφορία των νέων πολιτών του σήμερα και του αύριο…
«…Η αλαζονεία των πολιτικών περνά την αστραπή / «Φιλόσοφοι», «φιλόλογοι», «ρήτορες», «εκσυγχρονιστές» και «στοχαστές»,νομίζουν ότι είναι, κι όλο σπουδάζουν πάνω στην ταχύτητα / Δημοκρατικός, ρατσιστής, εθνικιστής, δεξιός κι αριστερός, περιβαλλοντικός, κεντρώος, έχουν ταχύτητα στα άκρα και στη γλώσσα / Φύλακες φυλακωμένων, κοιτούν διαφορετικά το πέρασμα του χρόνου απ’ τη «γλύκα» της νάρκης που κολλάει παντού…»
Φροντίζει επίσης και για τον παραμερισμό και την καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας με αντάλλαγμα την πανταχού πρόοδο, ευημερία και ειρήνη και προπάντων την επαναφορά της νέας γενιάς απ’ τα ναρκωτικά στη ζωή…
«…Κι ακούς να λένε και άλλοι να κλαίνε να μιλούν και για μια άλλη πληγή / Πώς, πώς μπορεί να ζει και αυτή η πληγή; / Που ανοίγει φτερά, που πετάει ψηλά και γοργά και που φτάνει… δε φτάνει μα μπαίνει και φέρνει μέσα στα σπίτια μας, ναρκωτικά / Όλοι κοντεύουν να...καπνίσουν / Όλοι οι νέοι απ’ τα δέκα και πάνω που δεν ξέρουν αν κάποτε προλάβουν να σταματήσουν / Κι όλοι αφήνουν μια ζωγραφιά πάνω στα πρόσωπα / Όλοι αφήνουν μια σύριγγα άδεια κι ωχρή κάπου στους κήπους, στα πεζοδρόμια, μέσα στα κέντρα και στα σχολειά / Κι όλοι κοντεύουν να γίνουν εμπόροι / Όλοι φωνάζουν και λένε πολλά / Όλοι, μα όλοι, που έχουν κλειδιά… Κι όλοι, ποιοι όλοι; Ποιοι είναι αυτοί; Αυτοί που ρυθμίζουν τον κόσμο; Αυτοί που προσφέρουν χαράτσι στους εμπόρους και δράση; / Αυτοί που προσφέρουν στο χάρο χαρά; / Αυτοί που γεμίζουν τις τσέπες λεφτά; / Μέσα απ’ τα μάτια τους βγαίνει μια θαμπάδα αργά / Μέσα στο είναι τους μπαίνει των ανθρώπων φωνή / Μέσα στα μύχια τους φτάνει μία μαύρη οργή / Μέσα, τα νιάτα, μπαίνουν βαθιά στη μαύρη τη γη / Και πληθαίνουν οι νέοι νεκροί, λιγοστεύουν οι νεκροθάφτες / Και τα πουλιά δεν καταδέχονται να ορμήσουν στις μολυσμένες σάρκες / Κι άλλοι οίστροι βγαίνουν, πληθαίνουν και επικρατούν / εν ονόματι της μοντέρνας εποχής κι είναι νέα παιδιά, / για να δούμε με ματιά καθαρή κι ανοιχτή και να πούμε με θυμό και οργή, / ποιοι είναι αυτοί που τα οδηγούν εκεί;… .Πού θα βρει, τι να κάψει; / Πού θα στείλει τις φωτιές, τους καπνούς; / Πού θα γείρουν οι μάνες τα κορμιά τα λειψά; / Όπου θα ’χουν αφήσει στης ζωής τη ματιά μια γυαλάδα παχιά / Όπου θα ’χουν πεθάνει και θα σβήσουν της ζωής τη μαγιά;
Φροντίζει ακόμη για πολυποίκιλους συνδυασμούς τους οποίους ζούμε καθημερινά όλοι...
«…Απλοί ή σπουδαγμένοι άνθρωποι μάθανε και κάνουν πολλά / Απ’ τη διαμορφωμένη Ζωή, έμαθαν πολλά / Πρώτα την Κλεψιά, να διώξουνε την Πείνα / Ναρκωτικά για να «ξεχνούν» φαρμάκια και καημούς / Πόσοι δεν δόθηκαν σαδιστικά για να χτυπούν ωμά! / Βία παντού επικρατεί κι ανθρώπινο σκοτάδι / Όπως παλιά και τώρα στη Γη μ’ ένα ρυθμό μοντέρνο και γοργό / Άρχισαν οι εμπρησμοί με πυκνότητα σφοδρή / Τρένα που πάνε και έρχονται, συγκρούονται από ταχύτητα, σκοτώνονται πολλοί / Πέφτουνε αεροπλάνα εδώ κι εκεί και όλο «ψάχνουν» να βρουν τα αίτια / Ναυάγια κάθε στιγμή ακούγονται, αίτια...άγνωστα, πού να τα βρεις; / Ανεργία, απεργία, φασαρία, ξυλοδαρμοί
Μπάτσοι, μπράβοι μοντέρνοι και παραγωγή από «Ράμπο» / Η αναρχία παντού επικρατεί και κατά κει πηγαίνουν κι άλλοι / Δολοπλοκίες, δολοφονίες και αν κάποιος φωνάξει, διώχνεται αυστηρά / Ανατινάξεις, μπαρούτι, φωτιά / Θάνατος που φέρνει μίσος, αποστροφή και δυναμώνει ο αθεράπευτος λιμός ... ο ρατσισμός! / Δαμάζουνε τις αρετές, την Αγάπη και Ειρήνη / Ξηλώσανε καθεστώτα, αναχρονιστικά / Χτίζουνε καινούρια, πληρώνοντας αδρά / Με τους δικούς μας φόρους και λυγίσαμε στο γόνα, / για να θυμίζουμε προσκυνητάδες σ’ ανύπαρκτους βωμούς / Και μιλούνε για μια ανύπαρκτη δημοκρατία και αντικαθίσταται για τη μοντέρνα μας εποχή απ’ των μεγάλων αναρχία, μεγαλουργία και θηριουργία…»
Φροντίζει ακόμα με σωστούς νόμους και με σωφρονιστικά καταστήματα, ενώ ορισμένοι βερμπαλιστές μεγιστάνες και εκτελεστές των νόμων με τις επεμβάσεις τους…αποβάλλουν την κοινωνική βρωμιά απ’ τους αγκαθοστρωμένους κήπους των κοινωνιών μας οδηγώντας την στα κάγκελα με την ευχή ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρούν οι δράστες και ένοχοι τους εαυτούς τους και θα ενσωματωθούν στη συνέχεια στην διεφθαρμένη -όπως εξελίχθηκε- κοινωνία των Πολιτών. Μια κοινωνία Πολιτών οι οποίοι, Πολίτες, παγιδεύονται καθημερινά στους ιστούς του χορταριού, της σκόνης και της σύριγγας προσφέροντας για Μάρτυρες στους βωμούς των ναρκωτικών τα νέα παιδιά τους έτσι που σε πολλές περιπτώσεις να αντιστρέφονται οι νόμοι της τάξης και να μένουν πολλοί απ’ αυτούς απ’ έξω…
«…Φορές νοσταλγώ, δεν είναι και λίγες, τα μαύρα σίδερα / Αυτά που δείχνουν την πραγματικότητα και μαθαίνεις σ’ αυτά τη σωφροσύνη, όπως και το σωφρονισμό / Να αντιμάχονται και να καραδοκούνε / Για να σε κάνουν από εκεί μέσα, τα ίδια κάγκελα που παίρνουν μορφή και δίνουν ζωή Να σε κάνουν σωστό, τίμιο και τολμηρό / Αυτά τα σίδερα που κανείς δεν κοίταξε ως τώρα / Γιατί φοβούνται απ’ τη χαρότριχα που φέρνουν στο κορμί / Ή του Εγκέλαδου όταν ακούν φωνή και πέφτουν και λιγοθυ­μούν χωρίς να τολμούν της ζωής το Θεό μας να δουν / Κι απ’ την άλλη να νιώθουν μια ανάπαυλα (όλοι αυτοί που τους λένε σωστούς και σοφούς) / Ότι σε μένα, και γιατί, σου θυμίζω, όχι και εσένα, «έτυχε», μια άλλη ζωή / «Άξιος της μοίρας του», ακούω να λένε ξεχνώντας τα δικά τους «καλά» / Όπως ξεχνούν, ποιος μ’ έσπρωξε κλέφτης να γίνω / Όπου της πείνας το μεγάλο δρεπάνι μου θέρισε μέχρι και τα λογικά / Κι απ’ εκείνο που έλεγε, πέρνα αύριο, μέχρι που έφτασα πάλι εδώ… / Φορές νοσταλγώ τα μαύρα κάγκελα / Όπως κι εκείνα των, απ’ τα κίτρινα δόντια τους, ανθρώπων χα­μόγελα / Το χνώτο τους που μύριζε σαπίλα / Από τη βρόμα που αποτοξίνωνε όλη την κοινωνία / Κι έχουμε απ’ τη μια το «κράμα» το φτιαχτό / Με κλέφτες, αλήτες, παραχαράκτες / Λαθρέμπορους, ναρκομανείς, χασικλήδες, μαστροπούς, βιαστές, παιδεραστές, ληστές, μαχαιρο­βγάλτες / Δολοφόνους, παιδοκτόνους, εμπρηστές, αρχοντοκερατάδες, κάποιος άμοιρους αστυφυλάκους και κάποιους αναρχικούς… / Κι ένα άλλο «κράμα» / Που μοιάζει πολύ με εκείνον τον ορμητικό χείμαρρο Που μαζεύει στο διάβα του πέτρες, χώματα, δένδρα και ξύλα / Κόπρανα ανθρώπινα και ψόφια γαϊδούρια / Να παλεύουν κι αυτά της σιδεριάς καζάνια / Επιθυμία ανθρώπινη, μεγάλη / Τουρλού γινόμαστε, αγνώριστοι, άμοιροι πραματευτάδες / Που ούτε λίγο ούτε πολύ, χαλούν πραγματικά πολλοί πραγμα­τικά καλοί / Κι ανάμεσα στους παραπάνω / Στους μεσαίους και στους παρακάτω / Υπάρχουν κι επιστήμονες, εργάτες, άλλοι τρελοί και άλλοι γνωστικοί / Άρρωστοι γέροι και γριές και υγιή νέα παιδιά / Μάνες ανήλικες που πνίξαν τα μωρά τους / Γιατί φοβήθηκαν της κοινωνίας το «σώφρον» δάχτυλο μεγάλο Που τρυπούσε την «ντροπή» τους πέρα ως πέρα / Για να περάσουν στα κωλάδικα μια μέρα / Στα «σωφρονιστικά» που δεν έχουν καμιά διαφορά απ’ την κόλαση, τούτη την ανθρώπινη / Μα βγαίνουν κάποτε κι αφήνουν πίσω τους τα μαύρα σίδερα / Για να μπουν με μιας στα άσπρα / Για να αντικρίσουνε πολλοί με ορθάνοιχτα τα μάτια / Ότι υπάρχει κι άλλο ένα κράμα αλλιώτικο που κράζει υστερικά: φέρε εσύ, κι εγώ είμαι εδώ / Πάρε λεφτά, μη σκιάζεσαι, φέρε πράμα καλό! / Και ξανανταμώνουν και πάλι μέσα / Και γίνεται ’κονόμα καλή μέσα κι έξω απ’ ένα τζίρο αστρονο­μικό / Και πολλοί απ’ εμάς, κατασκευάσματα της κοινωνίας αυτής της «καθαρής» / «Υπηρετούμε» διαταγές που δίνουν οι σωφρονιστές / Και να υπάρχουν ανάμεσά μας πολλά άτομα που έχουν απ’ τη «σκόνη» ανάγκη πραγματική / Και πληρώνουν αδρά τα φτωχά κορμιά και ο ανδρικός βιασμός να δίνει και να παίρνει / Τα ξέρουν αυτοί που έχουν το όνομα του «σωφρονιστή» / Μεγάλοι και μικροί, μέσα κι έξω, ένα μεγάλο μέρος του μέσα υποκόσμου / Μηχανισμοί απ’ έξω το θέλουν διατηρητέο κι αμετάβλητο, πέ­ρασμα, γέφυρα και άσπαστο κρίκο… Μαζί πολλές φορές τα λέμε / Μέσα απ’ εδώ γινόμαστε εμείς κριτές / Σκέψου! Της κοινωνίας τ’ απ’ όξω αποβράσματα, ακούμε πως ξερνάνε Τα βλέπουμε εμείς εδώ με Σωφροσύνη / Κι απ’ της ψυχής τα μάτια μας, άσβηστα καντηλέρια / Λιτά, απ’ τα σκοτάδια, φωτίζουμε τη Σωφροσύνη / Την κόλαση να σβήσουμε μοχθούμε… / Και μη θυμώνετε πολιτισμένοι άνθρωποι που λέω την αλήθεια / Αυτή μου μάθανε να λέω μέσα εκεί / Για να μην πω και για τον καπελά με τα κλειδιά / Που αφομοιώθηκε κοντά μας για καλά / Εξοικειώθηκε μαζί μας σαν αδέλφι / Ανίκανος να κάνει τέτοια δουλειά / Μοιάζει κάμποσες φορές (όσο κι αν φαίνεται αστείο) πως είναι τόπος ιερός / Που μαντρώνει με πάθος την αγάπη / Και ακατάπαυστα ζυμώνουμε την μετάνοια με τη συμπάθεια και διώχνουμε την κακία μακριά / Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε ασκητές, σε μια κόλαση απάνθρωπη, στεγνή / Την προτιμούμε απ’ τους έξω παραδείσους Τους γεμισμένους με χλωμά λουλούδια / Τα ριζωμένα μέσα στην κακία και στο μίσος / Και που εκπέμπουν απ’ τα πρόσωπά τους, στεγνή ψευτιά και σιχασιά… / Μα αντί γι’ αυτό, τις συμπληγάδες μου προσφέρουν μ’ απονιά / Κι ώσπου να τ’ αποφύγω, φτάνω και πάλι στο ξύλινο σφυρί / Τον κούφιο χτύπο ξανά να ακούω, να θυμηθώ πάλι εσάς / Και τους μέσα και τους έξω και τους πάνω και τους κάτω / Να φανταστώ κι αυτούς πώς φεύγουν κι αυτούς πώς θα ’ρθουν… / Μα θα σας πω κι εγώ τα λόγια μου ετούτα / Σωφροσύνη χρειάζεται πρώτα η κοινωνία / Που είναι γι’ αυτήν άγνωστη και μακριά / Λίγη χρειάζονται τα σίδερα τα μαύρα / Πιότερη απ’ τους έξω, ανθρωπιά / Για να αντέξουμε το βάρος το μεγάλο που ’ναι δυσβάσταχτο ουρλιαχτό / Όταν αφήνουμε τα σίδερα τα μαύρα / Βγαίνει απ’ τα μύχια της ψυχής μας / Ευχή για αρχή και προσδοκία / Μα άλλα μας περιμένουν στον έξω κόσμο κι είναι πιο σκληρά / Πώς να τα παλέψω; Πάει ο νους στον καπελά / Σ’ εκείνον το σαπιοδοντίτη που είχε στην ψυχή του χαρακιά / Όχι απ’ το μαύρο το κάγκελο και κρύο / Μα απ’ τη δική σου άνθρωπε «μεγάλε» που λες πως είσαι η κοινωνία / Γεμάτη με κακία, αποστροφή, «Σωφρονισμό» και ακαταδεξιά…»
Και βρισκόμαστε στο μήνα Δεκέμβρη. Μήνας που καταπραΰνει τα πάθη, μήνας που γυρίζει τις παλιές γενιές τυπικά λίγο πίσω γιατί κι αυτές έχουν δεχτεί ή υποστεί τους ματεριαλιστικούς ιούς και ιστούς και έχουν ατονήσει, έτσι που να ξεχνάμε τα δρώμενα και να αποβλακωνόμαστε στα εφήμερα για να ζούμε έντονα και μια άλλη…ανθρώπινη διάσταση, θανατηφόρα…
«…Οι χασάπηδες δυο φορές πουλούνε σφαχτά, μαύρα πολλές φορές, φαρμακωμένα απ’ τις ορμόνες της ντροπής / Φουρνάρηδες, μπακάληδες, πίτουρα στα ψωμιά, κρασάκι νερωμένο / Κι ο λαχανάς σπρώχνει γρήγορα τα σάπια φρούτα, ευαίσθητα / από ραδιενέργεια, που όλα τους βγάζουν μιλιούνια σκουλήκια και χολέρα / Τα καταστήματα πνίγονται από εκπτώσεις / Μπουλούκια οι άνθρωποι πατιούνται μεταξύ τους χωρίς ν’ αγοράζει κανένας τίποτα ή κάτι λίγα κρατώντας έτσι την παλιά ανάμνηση…»
Αντριάς, λοιπόν, ένας μήνας που μπαίνει απρόσεκτος απ’ την ανθρώπινη αδιαφορία, απ’ την ματεριαλιστική υπόσταση και τη σταδιακή του αποσύνθεση. Μια υλική υπόσταση και υποταγή ξένη απ’ τα προαναφερόμενα συναισθήματα που να μπορούν να συγκρατούν το χρόνο, να συγκροτούν και να διατηρούν τις ανθρώπινες αξίες, τα ήθη και τα έθιμα των λαών που όλο κατευθύνονται προς στην αδιαφορία και στην άρνηση, στην κοινωνική αποσταθεροποίηση, στην αναμόχλευση και στα πάθη για να περάσουν σαν «βετεράνοι» στο περιθώριο και στη λήθη.
Κι όλα γύρω μας έχουν μεταμορφωθεί σε τραπέζια τράπουλας και σε σαλόνια ρουλέτας. Τα άκρα ορισμένων «μεγάλων» παιχτών έχουν πιάσει κάλους απ’ την καλοτυχία των παιχνιδιών και απ’ τα μόνιμα χαμόγελα του «βαλέ» και της «ντάμας». Γεύονται και ρεύονται σαν ζα στο γύρισμα της ρουλέτας στα καζίνα της χλιδής και στην, πάντα κατάλληλη στιγμή, παρουσία του άσου. Και οι θαμώνες που μαζεύονται για να προκαλέσουν κι αυτοί την τύχη τους, δεν φέρνουν μαζί τα «αρμονικά» εφόδια προσαρμογής των και παίζουν, παίζουν, παίζουν παρακαλώντας την ίδια τη ζωή να τους χαρίσει ένα χαμόγελο για να πάψουν να δείχνουν την ρυθμισμένη κοινωνική τους προέλευση, την στρωματοποιημένη τους ταυτότητα, τις υποσχέσεις καρφωμένες με γυφτοκάρφια στα κορμιά και στην ψυχή τους και την περιθωριακή τους δύση που άρχισε να δύει…
«…Απ’ τη ζωή μου ζήτησα πολλές φορές. Άλλοτε φανερά κι άλλοτε κρυφά

Κάποια στιγμή να κουβεντιάσουμε οι δυο. Κι ό, τι θα μου ’λεγε, θα άκουγα πιστά

Στο πρόσωπό της είδα χρώματα πολλά. Τα πιο πολλά της μελανά, σαν να ’ταν δαγκωμένα
Με ρούχα αταίριαστα, βρώμικα και σχισμένα. Μ’ άδεια ψυχή από κάλλη, κλεμμένα ή διωγμένα
Την αναζήτησα σε όλους τους ορίζοντες. Την έψαξα συνέχεια σ’ Ανατολή και Δύση
Και στους αγέρηδες ζητούσα τη φωνή της. Κι απ’ τον Θεό τον ίδιο γύρευα να μου πει
Στην ύπαρξη την αμφίβολη και σκυθρωπή. Μπλάβα τα χρώματα στα πρόσωπα ανθρώπων
Ανθρώπων που δεν είχαν δει του ήλιου ματιά. Γυρνώντας σαν κατάδικοι στα δώθε και στα πέρα
Σε άμορφα στρατόπεδα ζητούσαμε τη ζωή. Σαν «κράχτες» φτιάξαμε κάποια δικά μας γκέτα
Κομμάτι στο κομμάτι απ’ το ίδιο μας κορμί. Στ’ ανεμοβόρια στήναμε με πόνο τα παλάτια
Τρύπιες οι στέγες, πολλές χαραγματιές. Αράχνες, νυχτερίδες και ουρές από αστέρια
Ακόμα και παράξενες της νύχτας οι σκιές. Σκοτάδια και ουρλιάσματα ράγιζαν τις καρδιές μας
Με τα σφιγμένα δόντια μας διώχναμε μακριά. Πόνους, παράπονα και μπάζαμε υπομονή με πείσμα
Κι απ’ τα σπασμένα τζάμια τρύπωνε αυτή. Και την ψυχή μαλάκωνε κι έδωνε τη ζωή μας…
Αρχίσαμε σκληρό, γιομάτο μόχθο αγώνα. Με σκουμπωμένα τα τρύπια μας μανίκια
Φόλες στις γαλότσες μας και χιλιοφορεμένες . Και στο ζουνάρι άνοιξα τις τελευταίες τρύπες.
Γυρίσαμε κι εμείς, όπως ο μύλος, των χρόνων εποχές. Μέχρι που μια στιγμή φάνηκε η ζωή
Ω! Πώς ντραπήκαμε και πώς νιώσαμε! Απ’ την ασχήμια της, την γύμνια την ωμή
Το χέρι μου άπλωσα σα να ’ταν αδερφή. Με σεβασμό τ’ ακούμπησα απάνω στα μαλλιά της
Σκόνες πολλές πηχτές, τις τίναξα με μιας. Και φάνηκε ο ήλιος να μας χαμογελάει
Πάμε, της λέω, θ’ αρχίσουμε καινούρια αρχή. Και πέταξε από πάνω σου ετούτη τη βρωμιά
Κοντά μας το ταιριαστό σου θα το βρεις. Ποτέ το μάταιο που σβήνεται αργά
Τα ρούχα της πετάει βγάζοντας μια φωνή. Το αργό ξεκίνημά της ζούσε στο εκκρεμές
Και ξαφνικά το χέρι της μας δίνει και νιώσαμε θεοί. Μα, πόσο λίγο κράτησε αυτή της η ευχή!
Εξαρτημένοι απ’ αυτή που μας περιφρονεί. Είμαστε όμως άνθρωποι, έχουμε και ψυχή
Δεν είναι η αγάπη ν’ αγαπάς μόνο εσύ. Πρέπει ν’ αγαπιέσαι όπως αυτή κι εσύ…
Σύννεφα από πάνω μας το σύναγμα αρχίσαν. Μαύρα πουλιά ξεπρόβαλαν βαθιά απ’ την γκρίζα Δύση
Πέταξαν από δίπλα μας κι έκρωξαν ξερά. Και σαν ψυχές χαθήκανε μέσα στη λησμονιά
Σαν παλαβός ο άνεμος άρχισε να σφυρίζει. Κι ό, τι από σκόνες, φύλλα ξερά, κουρέλια
Στα πόδια μας τα μάζωξε μπροστά Και ένιωσα την πλάνη ακόμα μια φορά!
Κι άλλες φορές πολλές συναντηθήκαμε Πότε να τη θωρώ σαν άγγελο με κρίνους
Πότε σα μια νεράιδα που δίνει τη χαρά Πότε σα μάγισσα που διώχνει τα κακά
Πότε αρχόντισσα που σκλάβωνε το νου. Πότε σα μια πηγή που κέρναγε ζωή
Πότε ένας άνεμος που φύσαγε και φούσκωνε. Των δέντρων και των κοριτσιών στήθια παρθενικά
Πότε να ’ναι μια λυγερή με μαγικό ραβδί. Να σταματάνε με τη μια τ’ αστραποχαλάσματα
Να ηρεμεί τα σύννεφα και ωκεανών τα κύματα. Τόσο, που να τη χαίρεται η φύση κι ο Θεός
Όμως τις πιο πολλές φορές διπλά χτυπά. Όλα που σας ιστόρησα, γίνονται ψέματα
Ό, τι στοιχειά υπάρχουν τα κάνει άρματα. Τα ίδια της τα χέρια βάφει στα αίματα…
Μα ψάξετε όσο ακόμα ο ήλιος δεν έγειρε βαθιά. Βρείτε του πόνου βότανα και δώστε της χαρά
Είναι παράδεισος γιομάτη με περβόλια. Μόνο που ανέχτηκε να σέρνονται πολλά
Άσχετα πράγματα με κείνη και μ’ εσάς. Γι’ αυτό, μη γίνετε δήμιοι εσείς, μα μόνο δικαστές
Πάρτε την μες στα χέρια σας, για σας είναι φτιαγμένη.
Μη σκιάζεστε στ’ αγριοπαλέματα τ’ αγέρα κι ουρλιαχτά.

Καιρός είναι, άλλο μην καρτεράτε, δέσανε τα φτερά. Γυρνάτε στην Ανατολή τη Δύση της Ζωής…»

Πέρα απ’ τους παραπάνω μόνιμους που έχουν βρει τη σωτηρία τους και την ευημερία και είναι, πρέπει να πούμε, άσοι του άσου με ανεξίτηλες πάνω τους τις πατέντες της δήωσης και του εξανδραποδισμού, επονείδιστοι και εξωμότες, μοντέρνοι σίσυφοι και …πατριώτες που εδράζονται στα σαλόνια των παλατιών της υπερσύγχρονης νομενκλατούρας, βερμπαλιστές και απόγονοι του ναρκισσισμού κι άλλα πολλά καλλιτεχνικά που τους διέπουν, θυμίζουμε ότι είναι παράλληλα και οι ρυθμιστές της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι «μεγάλοι» άνθρωποι. Και οι «μεγάλοι» άνθρωποι δεν προέρχονται οπωσδήποτε από μια και μόνο συγκεκριμένη ιδεολογική παράταξη ή κοινωνική τάξη. Για την Κοινωνική και Ουμανιστική Πολιτική με έμβλημα το όραμα της Δημοκρατίας και τον Άνθρωπο, μέσα από διαφορετικά μετερίζια, συνθήκες και συμφέροντα, έχουν «αγωνιστεί» πάρα πολλοί και δεν χρειάστηκαν καν στοιχειώδη προσόντα μόρφωσης. Η ύλη και η δύναμη, τα οποία υπηρετούν, τα έχουν αντικαταστήσει όλα: βασιλιάδες και αυτοκράτορες, πολιτικοί ηγέτες και, στον αιώνα μας έχει προστεθεί και…πλανητάρχης, θρησκευτικά δόγματα, ιδεολογικά συστήματα και κόμματα που συνεχίζουν τον «αγώνα» τους μέχρι σήμερα για την… ανθρώπινη ύπαρξη, υπόσταση και ειρήνη.
Μέσα σ’ αυτά που αποτέλεσαν το σφυρί και τον άκμονα και δημιούργησαν ένα αχανές στα εκκρεμές του φασισμού και του καπιταλισμού και που «εκ μαγείας»συρρικνώθηκαν έτσι που στην πορεία να παρουσιάζονται πιο «μοντέρνα», «πολιτιστικά», καταπιεστικά, αποστροφικά και καταστροφικά, δεν έλειψαν, δεν μπορούσαν να λείψουν, όχι και λίγοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές όπου μέσα από διαφορετικά χαρακώματα έχοντας για σημαίες την… ανθρώπινη ρητορεία και «σοφία», όπως ο γύφτος χτυπά το μέταλλο έτσι κι αυτοί όλοι μαζί, σε επονείδιστα καμίνια σφυρηλάτησαν τη δημοκρατία και τους νόμους και τα σερβίριζαν όλους τους καιρούς στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλοιώνοντας έτσι όλες τις ανθρώπινες ελευθερίες, οράματα, αξίες και ιδέες…
«…Εσείς με το νόμο κι εμείς με το λόγο, / εσείς με τη σφύρα κι εμείς με ψυχή, / αφήστε τα λόγια σας, τις αποφάσεις, / γυρίστε σελίδες ν’ αστράψει το φως / και σκύψτε να δείτε, ν’ αφουγκραστείτε, / ποιοι είμαστ’ εμείς, που μας λέτε εχθρούς; / Εσείς με τ’ ατσάλια και τις πύρινες γλώσσες / Εσείς σαν ηφαίστεια που ξερνάτε λάβα, φωτιά και καπνούς / Κι εμείς, ναι εμείς, με πείσμα τρανό μεταβάλλουμε τους καπνούς σε καημούς / κι η ανάπνα μας που βγαίνει σαν πουλί τρομαγμένη τους σκορπά σ’ ουρανούς, / σ’ αυτούς που σκοτείνιασε το δικό σας σφυρί / και αδειάζετε ο κόσμος, ορφανεύει η γη / Εσείς κι εμείς -κι είμαστε όλοι παιδιά του Θεού- / Εμείς κι εσείς της ζωής τα παιδιά, τα λαμπρά και σοφά / Μα, εσείς, σκορπάτε παντού με μίσος, χαρά, του χάρου οσμή / και χορεύει τρελά και θερίζει κεφάλια χωρίς να ρωτά / Φτάνει να έχουν μία στάμπα απ’ το νόμο που φτιάχνετε εσείς, / για μας, που τα δώσαμε όλα, και τα δίνουμε ακόμα, όσο μέσα μας ζει η ψυχή, / σ’ εμάς, με το λόγο που τον έχουμε όπλο για να σκιάζει εσάς. / Σφυριά κι αποφάσεις, κελιά, ξερονήσια που δε ζει μήτε πέτρα / και πουλί δε λαλάει, δε ριγείτε ψυχή, παρά μόνο ο τρόμος / δε σαλεύει κλαρί- δεν υπάρχει- μα κι αν υπάρχει ζει από μας / από μένα κι εκείνους, μα πιότερο από κείνη την παρθένα στο μαύρο κελί / που μαθαίνει ν’ αγαπά, που μαθαίνει να κλαίει / και ραντίζει τα βράδια το κλαρί που γερνά / σκεφτείτε, ω εσείς, που κρατάτε στα χέρια τα σφυριά και τους νόμους / κι ελάτε να δείτε τις ρίζες, τα φύλλα, τους καρπούς και τη σκιά της ζωής μιας ελιάς / και να δείτε, ω να δείτε, πως μέσ’ απ’ τα λεύτερα στήθια μας ανθίζει η λευτεριά / Κοπιάστε να δείτε, κερώστε τ’ αφτιά για να αντέξετε, / ω δόλιοι κι άμοιροι, μη σας βγει η ψυχή / τους γδούπους και σύρσιμο που αφήνουν τα νια μας κορμιά. / Ε, εσείς, με τη μαύρη ψυχή και του χάρου οσμή, / μεγιστάνες του τρόμου, δήμιοι της αρετής, δικαστές της ζωής / Τι πάτε και κάνετε; Τι χαλάτε το φως; / Μακριά, μακριά τα σκοτάδια να διώξτε που τα φέρνουν σφυριά / Για να δουν τα παιδιά σας πως θ’ αστράψει η λαμπράδα, / πως θα ’ρθει η λιακάδα, πως θα λάμψη η χαρά, / πως θα έρθει η αγάπη, θα διωχτεί η λαχτάρα / η αγάπη, η αγάπη θα ’ρθει, η ειρήνη θα ’ρθει, / το μίσος θα σβήσει, το πάθος θα λείψει, η φυλακή θα χαθεί. / Είμαστ’ εμείς! Παντού πρωτοπόροι, αετοί, κεραυνοί / Στους κάμπους, στα δάση, στα βουνά στις στεριές / τους σταυρούς μας αφήσαμε να φυτρώνουν βλαστοί / να ανθίζει ο τόπος, να βολά η ζωή από ρόδα και μύρα / κι απ’ αγγέλους της γης να μπορεί και ο κόσμος να αναπνεύσει, να ζει λευτεριά / και να δίνει, σ’ εσάς, δικαστές, τη σοφία σωστή / και να δώσει σε όλους μερτικό στη ζωή. / Ω εσείς, να λέει σ’ εμάς, παιδιά μου τρανά! / Τα σπαθιά σας ορθά, μη λυγίσουν ποτέ / Τις μανάδες, τις παρθένες, τους γερόντους και νιους, / σα να ’ναι οι κόρες των ματιών σας, να φυλάτε πιστά / Απ’ αυτούς που θελήσουν να σας κάνουν μικρούς, / το θηκάρι αδειάστε, το σπαθί να φανεί / Εμείς με τους λόγους κι εσείς με τους νόμους / εσείς με τη σφύρα σας που χτίζετε πάθη κι εμείς με αγάπη που γκρεμίζουμε μίση, / αφήστε τα λόγια σας, τις αποφάσεις / γυρίστε σελίδες ν’ αστράψει το φως / και σκύψτε να δείτε, ν’ αφουγκραστείτε / ποιοι είμαστ’ εμείς που μας λέτε εχθρούς; / Είμαστε αδέλφια σας, μιας μάνας παιδιά… / δώστε τα χέρια σας, να πάμε μπροστά!…»
Δεκέμβρης 1998! Σε λίγο θα ολοκληρώσουν το μέτρημα των δυο χεριών κλείνοντας έτσι την τελευταία δεκαετία του αιώνα κι αμέσως μια καινούρια μέτρηση θα αρχίσει. Πολλά μας περιμένουν να δούμε τι θα διαδραματιστούν τη χρονιά που έρχεται. Η τελευταία της εκατονταετίας και της χιλιετίας. Ένα ακόμη γύρισμα στη ρουλέτα. Ένας ακόμη μανικοτραβηγμένος άσος. Ένα ακόμα αναστέναγμα και παράπονο. Μια κόμη ελπίδα χαμένη και θαμμένη στα ερείπια της ειρωνείας και της άρνησης. Μια ακόμη προσδοκία να περνά σε αναμονή για το επόμενο χαμένο παιχνίδι όπου από μόνιμη παράταση διαμορφώθηκε σε ρουτίνα. Και μ’ αυτά θα ολοκληρωθεί κι ο πολιτικός χάρτης της γηραιάς μας Ηπείρου αλλά και άλλων χωρών μαζί. Και η ανθρωπότητα έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στη σφύρα και στον άκμονα. Ανάμεσα και οι μεγάλοι των ιδεολογικών κόσμων. Και ο «δεξιός» και ο «αριστερός»… κομματάρχης και… σύντροφος όπου έχουν αναλώσει τα ανθρώπινα ιδανικά. Και θα προτάξουν απ’ τη μια τις μορφοποιημένες αμαρτίες τους σε «έργα», ζητώντας απ’ την άλλη τη συμπαράσταση των Πολιτών, την κοινωνική αλληλεγγύη, την έγκυρη ψήφο, την ανοχή και τη σιωπή. Και μέσα στο χάος των κοινωνικών αντιξοοτήτων και σκληρώσεων του ανθρωπίνου νου, έχουν πάρει θέση όλοι εκείνοι που «ενδιαφέρονται» για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τη συμφιλίωση των λαών και για την ειρήνη. Εκτός των απλών ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν τα παζαρέματα και τις διαδικασίες, άνθρωποι που «άνθρωποι» τους έχουν μεταβάλει σε κοκαλένιες χάντρες ώστε να μπορούν να φτιάξουν ένα τεράστιο κομπολόι, να παίζουν μ’ αυτό και να μετρούν τους χτύπους του που φέρνουν ύπνο και νάρκη. Κι εκεί, στον τεχνικό κοινωνικό ύπνο, χτυπιέται και λιώνει η ελπίδα και η προσδοκία. Εκεί αφήνονται ελεύθεροι οι χαρακτηριστικοί ήχοι που ξεχύνονται στους αιθέρες σαν ουρές κομητών όπου διαλύονται στην τριβή της συνήθειας και της λήθης. Εκεί που οι μουσαφιραίοι έγιναν νοικοκυραίοι εφαρμόζοντας τους νόμους του «δικαίου». Και είναι μαζεμένοι από όλους τους φορείς που η κοινωνία παράγει. Ένα κράμα από διάφορα είδη. Με σκοπό ποιος και πώς θα μπορέσει και παν απ’ όλα δημοκρατικά να πάρει την τύχη των ανθρώπων στα χέρια του. Οι μέχρι τώρα δεν ήταν καλοί. Οι επόμενοι είναι άριστοι. Και σ’ αυτή την εκστρατεία έχουν μαζευτεί από κάθε καρυδιάς καρύδι: Να αρχίσουμε από τεχνοκράτες κάθε βαθμίδας όπου παράλληλα είναι και δημοκράτες και οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες έχουν το προβάδισμα που τους επιτρέπει να κρατούν τους μικρούς στα συρτάρια της πολιτική σήψης και κοινωνικής ψύξης.
Έτσι λένε. Να αναφέρουμε και τυχοδιώκτες, «αντί-ρεβιζιονιστές» οι οποίοι μάχονται όχι προς την αλλαγή ή την ανανέωση ξεπερασμένων θεωριών για το καλύτερο, αλλά μεταμφιεσμένοι σε οπορτουνιστές και…επαναστάτες γίνονται νοσταλγοί για αντικοινωνικές και ανεπίτρεπτες επιστροφές.
Να πούμε όχι μόνο για φιλελεύθερους συντηρητικούς αλλά και για κεφαλαιούχους που αυτοί, έτσι ή αλλιώς, ανέκαθεν είχαν κάθε λόγο και πολιορκούσαν τα κάστρα της ελπίδας αλλά και για ιδεολόγους που έχουν δράσει όχι μόνο για δόξα και χρήμα αλλά και για το μοίρασμα σε ολόκληρα κράτη. Και έχουμε και το κράμα κορονοφόρων που δεν έχουν καμιά διαφορά απ’ τους κοκόρους με τα κρεμαστά λεριά τους που ενώ όσοι έχουν απομείνει προσπαθούν… πολιτιστικά να διατηρηθούν και όσοι έμειναν χωρίς μοναρχική εξουσία και δράση προσπαθούν να την επανακτήσουν με κάθε τρόπο και θυσία την οποία διεκδικούν μέσα απ’ τις κυψέλες της πολιτικής αλαζονείας. «Μεγάλοι» άνθρωποι που «μοχθούν» για την καλυτέρευση της ζωής και όλοι μιλούν στο όνομα της δημοκρατίας.
Έτσι φτάσαμε να παρουσιάζουμε μια ορφανή κοινωνία από τόλμη και θάρρος, από ουμανισμό και ρεαλισμό και που η ορφάνια της αντικαταστάθηκε και πλαισιώθηκε από συστατικά όπως: πολιτικών αναταραχών, μοντέρνων κανιβαλισμών, από έγκλημα και δολοφονία, από μίσος και ρατσισμό, από κλεψιά και ληστές, από αναρχικούς κρυφούς και φανερούς -μεταξύ και πολιτικούς (πολιτική αναρχία), από φυλακοστρατιές που «επιβάλουν» την τάξη, από «ιδεολόγους» που «βάζουν» λιθαράκια για την αναβάθμιση του ανθρωπίνου γίγνεσθαι, από «λαθρομετανάστες» που φέρνουν στις πλάτες τους τις πληγές του αιώνα και που πάνω τους γίνονται τα πιο τερατώδη «πολιτιστικά» άλματα, από εμπόρους, βιαστές πάνω σε αδύναμες κοπέλες και γυναίκες και κάθε κατηγορίας μαστροπούς. Βέβαια και με ένα κατεστραμμένο οικολογικό περιβάλλον έτσι που γινόμαστε άξιοι της μοίρας και της τύχης μας όπου μέσα στα άλλα κακά κείμενα των καιρών μας φέρνουμε- αφού προηγουμένως καλύψαμε το προπαρασκευαστικό στάδιο- και μια άγνωστη από κάθε άποψη ερημιά. Και δεν είμαστ’ εμείς εκείνοι που ανήκει ο τίτλος των: «άξιοι της μοίρα των..!» για την ερημιά που φτάνει…
«…-Εεεεεεε! Τι κάνατε εδώ; / Ποια είναι τα θεριά που σπέρνουν ερημιά;
Ποιο είναι το κακό που έφτασε εδώ και σιώπησαν τρογύρω μου όλα τα αγαθά;»
Τρέχει ολούθε η φωνή, που ’ταν μια μαχαιριά και μπήγεται στο βράχο
Με μιας τον σκίζει σαν χαρτί, πέφτει εκείνος κάτω / Άνεμος κάλπασε σφοδρός, αφηνιασμένος, τρομερός και πέφτει μες στο κύμα / κι ανακατώνει τα νερά, τα σκώνει σα βουνά, τα βάζει στο χορό,
να ουρλιάζουνε υστερικά και να πηδούν ψηλά, να χάφτουν μέσα στους αφρούς τον διαλυμένο βράχο, να χύνονται ως τις ελιές, να τις γκρεμίζουν κάτω / και πέρα εκεί στην άλλη τη μεριά να βλέπει το φεγγάρι, / που μόλις τώρα γέμισε κι άστραψε τον τόπο, / αντίσκιο βάζει το χέρι του ν’ ακούσει τη φωνή / Κι όπως η φωνή ξαναήχησε, τρόμαξε το φεγγάρι, / έπεσε μες στα κύματα και βρέθηκε στον πάτο / Δεν άντεξε κι ο ουρανός σ’ αυτή τη μοναξιά, / όλα τ’ αστέρια έκραξε να μπούνε στη σειρά
κι ένα κοντά απ’ τ’ άλλο πέσανε μες στη θάλασσα, όπου κι εκείνη απ’ τη φωνή που άκουσε αγρίεψε πολύ / κι όλα με μιας τα έθαψε και πνίγηκε κι αυτή… / Στάθηκε κάποτε η φωνή που ήτανε πικρή Σταμάτησε ο άνεμος που σήκωνε βουνά / Ο βράχος ξαναστάθηκε στη γκρίζα μοναξιά / Ο ουρανός ηρέμησε κι έβαλε σειρά και το φεγγάρι άστραψε πολύ πιο δυνατά / Τα κύματα ησύχασαν, στάθηκαν σαν αρνιά / κι όπως εκείνος έκλαιγε μέσα στην ερημιά, / τα βήματά του τα αργά τον φέρανε στην άκρη, στα ήσυχα νερά / Κατέβασε το χέρι του που το ’χε σηκωμένο, / κριτής να κρίνει τα κακά κι ήταν οργισμένος / Άλλαξε δυο, τρία βήματα που ’ταν σαν νεκρικά, / δίχως να καταλάβει βρέθηκε στα νερά / Κι όπως ξανά ετοιμάστηκε να βγάλει μια φωνή, / ένα μικρό καβούρι που γυάλιζε παράξενα στην άκρη του γιαλού, ανέβηκε στο πόδι του κι έπαιζε με χαρά / κι ώσπου να τον τηράξει, σωριάστηκε ο άνθρωπος στα σκούρα τα νερά …»
Έτσι μέσα απ’ αυτή την απρόσιτη αναφορά που δείχνει ότι τα ισοπεδώνει όλα, μια αναφορά που δείχνει ότι είμαστε και «μεμψίμοιροι»,ας προσθέσουμε και μια «υπερβολή» κι ας πούμε όλοι μαζί…
«…Είσαστ’ εσείς που πρέπει να νιώθετε περήφανοι για την καταγωγή σας / Αυτή είναι! Εσείς τη δημιουργήσατε, σ’ εσάς ανήκει και αξίζει! / Απομακρυσμένη και άγνωστη από κείνη τη δική μας, / τη φτιαγμένη με τιμή κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια / Είμαστ’ εμείς, που βγάζαμε και βγάζουμε τους λόγους μέσα στις φάμπρικες, στα καφενεία, στους δρόμους και πλατείες, στα στάδια και στα πάρκα, στα τρένα και στα λεωφορεία / προσπαθώντας να δείξουμε πως πέρα απ’ το μίσος και τα πάθη υπάρχουν μεγαλύτερες αξίες που αξίζει κανείς να ζει και να μάχεται: της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και της ειρήνης / Γι’ αυτό θυμίσαμε παλιές εποχές και μιλήσαμε για κρεμάλες και πόνεσε η ψυχή μας / Γι’ αυτό αναφερθήκαμε στα ατσαλένια βρυχήματα, στην πείνα, στους καπνούς, στις φωτιές, στα ντουβάρια και σηκώθηκε η τρίχα μας / Και είπαμε ακόμα και για σκιές που μας συνοδεύουν πιστά και ακούραστα, που μας δίνουν μηνύματα και μας δείχνουν φωτεινά και μεστά παραδείγματα / Είμαστ’ εμείς, που φωνάζουμε, που βραχνιάζουμε και μας λένε πολλοί που περνούνε καλά και που ζουν τη ζωή, πως: / Είμαστ’ εμείς αυτοί, έτσι μας λένε, οι απαισιόδοξοι, οι ψεύτες, οι ταραχοποιοί και οι εγωιστές! / Είμαστ’ εμείς που θέλουμε να χαθεί η ισορροπία του πλανήτη μας; / Είμαστ’ εμείς, που θα μπορέσουμε μέσα απ’ τις ανάπνες μας να φαρμακώσουμε τη φύση; / Είμαστ’ εμείς, με τα ροζιασμένα και αφυδατωμένα χέρια μας, με χωνεμένα στομάχια, με δηλητηριασμένα πνευμόνια και σκότια, με γερτές πλάτες και καμπούρες, με όραση που όλο χάνεται και μ ’ακοή όπου ηχούν τα σφυριά και τ’ αμόνια απ’ τα χυτήρια και τα χαλυβουργεία, με ληστρικές επιδρομές στα φτωχά μας ταμεία, εμείς είμαστε αυτοί, που θα γκρεμίσουμε τον ήλιο; / Κι όπως προείπαμε για τόλμη και θάρρος, γι’ αγάπη και ειρήνη / μεταξύ των λαών, μεταξύ των φυλών και προπάντων των σκληρών και κακών / Και για σας θε ν’ ανοίξουμε χέρια κι αγκάλες / πάντα τα είχαμε και πάντα σας δείχναμε τους δρόμους της ζωής και γι’ αυτό γίναμε «κράχτες» κι «αναρχοεπαναστάτες» / Έτσι, λοιπόν, μας λέτε πάντα / Έτσι, λοιπόν, σας λέμε Τώρα κι εμείς / Ελάτε μαζί, να πάμε μαζί κι αξίζει να πάμε μαζί / Δίχως όπλα και μίση, δίχως πόλεμο, θάνατο, πόνο και θλίψη / Για να δει κι Αυτός που τώρα φτάνει όλους εμάς / Να ζούμε αρμονικά με μόνη έγνοιά μας / Την αγάπη και την ειρήνη!...»
Και δεν είναι βέβαια μόνο ο μήνας Δεκέμβρης τούτου του χρόνου και η νέα χρονιά που φτάνει. Είναι και όλοι οι άλλοι μήνες και τα χρόνια που φτιάξανε τις εποχές και τους ιστούς της ζωής…
«….Και είχαν όλες ως τώρα και πρωινά με μεσημέρια κι απογέματα με βράδια
Με πρωινά και μεσημέρια, με απογέματα και βράδια που κάνανε ουρά τις εποχές
Και πρωινά με μεσημέρια και απογέματα με βράδια που κάνανε τη ζωή Αυτή. Την καθημερινή…!»
Επίσης, ο «μεγάλος» άνθρωπος, φροντίζει ακόμα πώς θα μας μεταφέρει στο διάστημα να δούμε τον πλανήτη μας από ψηλά σα να ’μαστε Θεοί, να δούμε την άνθιση και διάσταση του Αφύσικου Θανάτου πώς σκορπά τη δυστυχία, τον πόνο, την οδύνη, την πείνα και την κοινωνική αποσύνθεση απ’ την εγκαθίδρυση της ανεργίας και της συσσώρευσης του πλούτου στα χέρια του «μεγάλου» ανθρώπου…
«…Μεγάλοι» άνθρωποι, θάψανε τη Μαγεία / Αυτή την ανθρώπινη, τη λιτή και αγνή, στήνοντας πόλεμο, θάνατο, πυρκαγιές / Άλλος στρώνει το φυτίλι και άλλος τ’ ανάβει για να μοιράζονται τις τύψεις / Φωτιά εδώ μικρή, δε χαίρονται πολύ / Φωτιά εκεί πιο δυνατή, γελούν στη δοκιμή Φωτιά απλώνεται, γελούνε παιδικά / Στάδιο προπαρασκευαστικό, πυρηνικό κάνανε τη ζωή…
Καλές είναι οι έρευνες, οι επιστημονικές / Μέσα απ’ αυτές, λίγοι απόλαυσαν / Κονδύλια ανυπολόγιστα, τρελά / Μοντέρνα και «πολιτισμένα» πεθαίνουνε από πείνα στον κόσμο τα παιδάκια / Η κατάρα έδωσε κατάρα αμαρτωλή / Τ’ αστέρια ψάχνουνε κι έγινε σκοπός των Εθνών / Ρεζέρβες αναζητούν έτσι, να, για «ώρα ανάγκης» / Να προλάβουν να φύγουν, περνώντας την ταχύτητα και την ματαιότητα Αυτή που οι ίδιοι δημιούργησαν / Αχ! Ποιοι να φέρνουν αυτή την κατάρα; / Αχ! Πού θα φτάσει, αν θα μείνει ζωή; / Αχ! Μάνα, πώς μπορείς να γεννάς ερπετά; / Αχ! Και βαχ! Δε θα πάμε μακριά!
Φεύγει ευχή, απλώνεται απέραντα, σ’ ολόκληρο το Σύμπαν.
Βάζει φωνές, Αγγέλους καλεί μαζί και λίγο κόσμο π’ απόμεινε ακόμα
Έχετε μάτια ανοιχτά, φωνάζει / Θέλετε αιώνια γαλήνη, προτείνει / Διώξτε τους γήινους μακριά, διατάζει! ...Τι να φταίει, άραγε ανθρώποι; / Μήπως ο Μοντέρνος Ρυθμός της Ζωής...;»
Και ακούγονται κι άλλες φωνές. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τις ακούει. Αλίμονο σε ποιον δε μιμείται τον Οδυσσέα, δεν αγαπά και δεν νοσταλγεί τη δική του Ιθάκη. Και το μεγάλο κακό ή δυστύχημα είναι ότι οι φωνές αυτές γεννιούνται στην κοινωνική μήτρα απ’ όπου βγήκαμε όλοι. Αλίμονο σ’ αυτόν που τις περιφρονεί και δεν αφήνει να ακουστούν οι σειρήνες του κόσμου. Μέσα απ’ αυτές βγαίνουν και οι δικές μας έτσι που να ολοκληρώνουν τις ανθρώπινες αχτίνες που σχηματίζουν τον ανθρώπινο ήλιο. Έναν ήλιο που δεν έχει σκιές, παρά μόνο φως! Φως, αγάπη και ελπίδα! Για να μπορέσει ν’ αστράψει ο χρόνος που έρχεται και να πορευτεί μαζί μας…!
«Μην κρατάτε τα κάστρα σας κλειστά. Οι πολιορκητές, έτσι ή αλλιώς, θα σας πολιορκούν κάθε μέρα Ανοίξτε τις πόρτες σας να περάσει το φως. Για να δείτε ότι έτσι όπως πάμε, χανόμαστε. Στις πλατιές στεριές που λέγεται κόσμος, χανόμαστε
Ένας κόσμος που είναι μπροστά μας, πάνω-κάτω, δώθε-πέρα και μες στην ψυχή μας
Ένας κόσμος που δεν αφήνεται να πέσει η σκιά του πάνω μας και πίσω μας
Για να μπορεί να φέξει των πλατιών στεριών τις ράχες κι ανάπνες
Αυτές τις στεριές που λεν πως είναι φωτισμένες
Είναι; Ή μένουν στο σκοτάδι; Αυτό που ένα μέρος του κόσμου σαν κόκκος στην άμμο παράγει;
Μα εσύ, αγωνίσου με όλους μαζί
Κι ο άλλος κι οι άλλοι κι οι δώθε κι οι πέρα
Θα δεις, όλοι θα δούμε, πως κάποια στιγμή
Το λιτό φως μας θ’ αστράψει και θα λάμψει πέρα ως πέρα…!»

Εύχομαι, σε όλους τους απανταχού φίλους και φίλες, από καρδιά καλές και φωτισμένες γιορτές.
Φύρτη-Γερμανία Δεκέμβρης 1998 Φασούλας Βάϊος

Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα –Δεκέμβρης 03 2007 pelasgos@fasoulas.de http:\\www.fasoulas.de