«Πριν ακόμα η ευχή και η ελπίδα αποκτήσουν μορφή διαττόντων αστέρων!»
Γιορταστικό αφιέρωμα από τον Θεσσαλό Βάιο Φασούλα
(Κάποιες φορές οι επαναλήψεις, με αναφορά γιορτινές μέρες παλιότερων εποχών, επαναλήψεις που ξυπνούν θύμισες και ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μας, έτσι που ζούμε για στιγμές παραστάσεις δικών μας ανθρώπων και παλιών εποχών, τότε που η αγάπη και ο σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων του χωριού και της φτωχογειτονιάς πρυτάνευε).
(Τούτο το αφιέρωμα γράφτηκε προς τιμή στη μνήμη των γονιών μου, του παππού μου, της γειτονιάς μου (και κάθε άλλης γειτονιάς) που αντικαταστάθηκε από σίδερο και τσιμέντο, που αφομοιώθηκε στην ύλη θάβοντας αξίες και ιδανικά μιας όμορφης Χώρας από χέρια αγρίων και βαρβάρων. Επίσης αφιερώνεται στη μνήμη όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για ένα καλλίτερο μέλλον, που οι «σύγχρονοι» όναγροι χάλασαν. Για τις φίλες και τους φίλους, για τα απανταχού μέλη της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων(ΕΕΛΣΠΗ) για τον τοπικό Τύπο, τον έντυπο Τύπο στον Καναδά, στις φίλες ιστοσελίδες Ελλάδας και εξωτερικού που φιλοξενούν κείμενά μου, στους Λεύτερους Πολίτες και τέλος, στον Παγκόσμιο έλληνα Πολίτη που αγωνιά για το μέλλον τούτης της πατρίδας. Εύχομαι από καρδιάς υγεία, οικογενειακή θαλπωρή, δημιουργικότητα και ειρήνη και πάν’ απ’ όλα εύχομαι η ελπίδα να πάρει σάρκα και οστά πριχού εμείς γίνουμε νοσταλγοί και η ελπίδα διάττοντας αστέρας !!
«Πάρτε την μες στα χέρια σας, για σας είναι φτιαγμένη
Μη σκιάζεστε στ’ αγριοπαλέματα τ’ αγέρα κι ουρλιαχτά
Καιρός είναι, άλλο μην καρτεράτε, δέσανε τα φτερά
Γυρνάτε στην Ανατολή τη Δύση της Ζωής…»
Χρόνια Πολλά - Καλή Χρονιά
Βάιος Φασούλας, Τρίκαλα 23 Δεκεμβρίου 2010
Βάιος Φασούλας, Τρίκαλα 20 Δεκεμβρίου 2013
* * * *
Δεκαετία του 1950. Χειμώνας και απόβραδο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σε κάποια γειτονιά επαρχιακής πόλης, σκεπασμένη από χιόνια, πάγους και παγωμένο αέρα, που κάποιες φορές ουρλιάζει σαν σκύλος, ο άτιμος, η κυρά-Θωμαή, μια όμορφη γυναίκα κάπου στα σαράντα πέντε, σύζυγος του κυρ-Χρήστου, απτόητη απ’ το κρύο, με χαρά ετοιμάζει το δωμάτιο, που απόψε -όπως και κάθε χρονιά- θα φιλοξενήσει φίλους και συγγενείς, που λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, θα έρθουν να γιορτάσουν το ερχομό της νέας χρονιάς και να παίξουν με τα ζάρια. Ένα παιχνίδι κι αυτό με κάτι κανόνες που η οικοδέσποινα δεν μπορούσε να καταλάβει. Ωστόσο κάνοντας το χατίρι του άνδρα της, αραιά και πού έριχνε καμιά ζαριά, έτσι για το καλό. Και να, αμέσως, ένας απόηχος επιδοκιμασίας και ενθουσιασμού ξεχύνονταν από τους παίκτες για την τυχερή της ζαριά. Εκεί ακολουθούσαν και απονήρευτα χαριτωμένα σχόλια όπως συχνά έλεγε ένας: «Άντε αρχόντισσα, κερά! Σαν πιάνεις τα ζάρια στα χέρια σου τρελαίνονται απ’ τα κάλλη σου!». Κι ένας άλλος συμπλήρωνε: «Ε! Χρήστο! Τυχεράκια! Τύχη που την έχεις! Μια ζαριά και όλους μας καζάντισε». Και ο Χρήστος μερακλωμένος απαντούσε: «Χο! Χο! Εν τάξει, βρε παιδιά, σιγά, δεν γινήκαμε και πλούσιοι…,» κι ένας άλλος τον διέκοψε! «Τι να τα κάνεις εσύ τα πλούτη Χρήστο μου! Εσύ τα έχεις μες στο σπίτι σου!».
Εκεί λοιπόν η Θωμαή σηκώνονταν κατακόκκινη και έβγαινε έξω με την ακολουθία ενός άλλου αυθόρμητου γέλιου των παιχτών.
Φρεσκοβαμμένοι οι τοίχοι της κάμαρης και το ταβάνι, φρέσκο στρωμένο με λάσπη το πάτωμα, κουρελούδες στρωμένες γύρω-γύρω στην άδεια πλέον κάμαρη και το τζάκι έτοιμο να το ανάψει. Μια λάμπα στη μέση του δώματος και μια άλλη πάνω στο τζάκι έτοιμες να φωτίσουν τον ερχομό της καινούργιας χρονιάς, της ευχής και της ελπίδας. Στο διπλανό χολ η γκαζιέρα έτοιμη με τα φλιτζάνια του καφέ, το κονιάκ, οι σταφίδες και τα στραγάλια και μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί για τους μερακλήδες που αργά θα γύρευαν.
Βγήκε, μπήκε αρκετές φορές από το δωμάτιο της ευχής και της ελπίδας στο διπλανό κουζινάκι, που απόψε οι ζαριές θα είχαν τον πρώτο λόγο και θα αναδείκνυαν «τυχερούς» και «χαμένους». Έμεινε λίγες στιγμές κοιτώντας στοχαστικά γύρα της τα γυαλισμένα με το γαλατένιο φως του φεγγαριού κρυσταλλοδρομάκια, τις χαμηλές στέγες των γύρω σπιτιών με κρεμασμένα τα γιορτινά της εποχής κρύσταλλα, μεγάλα και μικρά, καθώς ο αναθεματισμένος αγέρας εκτελούσε τα παγωμένα άλματά του, τα έδινε διάφορες μορφές και σχήματα. Άλλοτε σαν χαντζάρια, άλλοτε σαν λαμπάδες και πότε σαν κοκαλόδοντα που κι αυτά, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού έπαιρναν ένα θεσπέσιο γαλαζωπό χρώμα. Να ξεγραπώνονται πού και πού τα κρεμασμένα βαριά σαν μολύβι χατζάρια απ’ τις χαμηλές στέγες και να κυλούν σαν τορπίλες στα κατηφορικά καλντερίμια, μέχρι που σκάζανε σε κάποιον τοίχο. Άφησε τη βυθισμένη γειτονιά στους δικούς της στοχασμούς και απόλυτη ησυχία πριχού σημάνει η αλλαγή και τα μπουρλότα τρίξουν τη γη και αστράψουν στον μικρό ουρανίσκο της γειτονιάς και έστριψε τα μάτια της στο απέραντο του ουρανού. Το ολόγιομο φεγγάρι ετοιμάζονταν να γείρει πίσω απ’ τα τοίχοι του κοντινού κάστρου και ο απέραντος ίσκιος του θα σκέπαζε τη γειτονιά. Ένα μακρινό γαύγισμα σκύλου κι ακόμα ένα πιο κοντινό έστρεψαν την προσοχή της προς το σημείο του δεύτερου σκύλου. «Χμ!» Σκέφτηκε. «Θα είναι ο σκύλος του κυρ-Μηνά του γαλατά…» και ξαναγύρισε τα μάτια της στ’ αστέρια.
Πώς της φάνηκε εκείνη τη στιγμή πως θα της μιλούσαν! Πως της φάνηκε σα να είδε αστέρια πέρα απ’ το υπερπέραν να έρχονται καταπάνω απ’ το κεφάλι της και πριν την αγγίξουν να σβήνουν! Και πως της φάνηκε ότι αυτά τ’ αστέρια ήταν των ανθρώπων οι ευχές και οι ελπίδες. Κι εκεί που στοχάζονταν βλέπει ένα άλλο αστέρι να πέφτει, να πέφτει μέχρι που έσβησε μπρος στα μάτια της. «Τι ατυχία!», σκέφτηκε και σήκωσε τα χέρια της στο σκούρο και παγωμένο υφάδι της νύχτας.
«Έλα νυφαδιά μ!’ Έρχομαι!»
Ήταν η φωνή του πεθερού της, που συνήθως έρχονταν πρώτος έχοντας παραμάσκαλα το βιολί του μ’ ένα φλασκί κρασί και με το δοξάρι στο άλλο χέρι του που το χρησιμοποιούσε και για μπαστούνι.
Επέστρεψε η Θωμαή απ’ το μεσονύκτιο ταξίδι στο υπερπέραν, έριξε μια ακόμα ματιά στα αστέρια και μουρμούρισε: «Πού θα μου πάτε! Κάποια στιγμή θα σας πιάσω στα χέρια μου! Ίσως και απόψε!»
«Μου’ πες τίποτα νυφαδιά μ’ και δε σ’ αφουγκράστηκα; Να έλα, έλα, πάρε λίγες παράδες για το παιδί».
«Έλα, έλα πατέρα και θα κρυώσεις» του λέει με θέρμη. Τον αγκάλιασε τρυφερά και πέρασαν στη διπλανή κάμαρη όπου εκεί είχε απλώσει το μαγκάλι μια ζεστή θαλπωρή κι εκεί, ο παππούς του γιου της, θα ξέπλυνε το γκαργκουλιάγκο του με λίγο κρασάκι, θα κούρδιζε και το βιολί του, θα έλεγε και κανένα τραγουδάκι πριν ακόμα τα ζάρια αρχίσουν το χορό. Πριν ακόμα οι σκύλοι της γειτονιάς και το γαϊδούρι του κυρ-Μηνά του γαλατά, καθώς τα μπουρλότα θα σκίζουν τη νύχτα, αρχίσουν τα γαυγίσματα και το γκάρισμα. Και πριν ακόμα η ευχή και η ελπίδα αποκτήσουν μορφή διαττόντων αστέρων!