Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

k Τσιάρας: "Ιούνιος 2012 - Θολές πολιτικές διαδρομές ή ξακάθαρες πολιτικές επιδιώξεις;"


Η άποψη που θέλει την Ελλάδα να απορρίπτει το Μνημόνιο 2 και να μπορεί να παραμείνει στο ευρώ και την ευρωζώνη, είναι προφανώς εντελώς αστήρικτη και μάλλον θα πρέπει να θεωρείται άλμα στο κενό. Ακόμα και τώρα, που οι διεθνείς συνθήκες αλλάζουν και στην Ευρώπη αρχίζουν να γίνονται δεύτερες σκέψεις για τους τρόπους, με τους οποίους η Ε. Ε. θα αντιμετωπίσει συνολικά την οικονομική κρίση και την ύφεση, όλοι αποκλείουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο συνολικής αλλαγής της νέας Δανειακής Σύμβασης. Αφήνουν ωστόσο ανοικτό περιθώριο να γίνουν ορισμένες επιμέρους αλλαγές, που θα  μετριάσουν τις επιπτώσεις του στους πολίτες. Αλλαγές, που θα δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις  και θα μετατοπίσουν το βάρος στα μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης. Όπως από την πρώτη στιγμή αυτής της δύσκολης προσπάθειας υποστήριξε η Νέα Δημοκρατία. Και αυτό είναι αποτέλεσμα του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος και κατάκτηση των ελλήνων πολιτών, που δεν θα πρέπει να σπαταληθεί σε ανεδαφικούς λεονταρισμούς αντιμνημονιακών πυροτεχνημάτων.
Στις επερχόμενες εκλογές οι Έλληνες πολίτες είναι αυτοί που θα αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας μας. Για αυτό και θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση των συνεπειών της ψήφου τους. Τα πολίτικα κόμματα, επομένως, ξεκάθαρα πρωτίστως πρέπει να απαντήσουν στο δίλημμα «παραμονή ή έξοδος από το ευρώ» και τι συμφέρει περισσότερο. Τα τελευταία 30 χρόνια η αθρόα εισροή κεφαλαίων, είτε μέσω ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων είτε μέσω του υπερδανεισμού, κατέστρεψε όλες τις παραγωγικές δομές της χώρας. Η οικονομία μας μετατράπηκε σε καταναλωτική και επιδοτούμενη. Ο πρωτογενής τομέας συνδέθηκε απόλυτα και μονοδιάστατα με τις κοινοτικές ενισχύσεις με αποτέλεσμα η αγροτική παραγωγή μας να υποβαθμιστεί σε ποιότητα, να χάσει την ανταγωνιστικότητά της και οι Έλληνες αγρότες να επιβιώνουν  σήμερα χάρη στις κοινοτικές επιδοτήσεις ή να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, όποτε το ευρωπαϊκό "τσεκ" καθυστέρει. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, ποια θα ήταν η πραγματικότητα για τους Έλληνες παραγώγους, εάν δεν είχαν εισρεύσει όλα αυτά τα χρόνια τα χρήματα από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις;
Τώρα, λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, η χώρα έχει ανάγκη από ένα καθαρό, εύληπτο και συγκεκριμένο πολιτικό λόγο. Φτάνει πια αυτός ο καταγγελτικός και εισαγγελικός λόγος, που δεν οδηγεί πουθενά. Χρειαζόμαστε επιτέλους έναν λόγο διεξόδου από την κρίση και όχι μόνο ανάλυσης και καταγγελίας της κρίσης. Έναν ενιαίο λόγο, είτε προς το εσωτερικό της χώρας, είτε προς το εξωτερικό, που να μας καθίστα αξιόπιστους συνομιλητές στο διεθνές τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έναν λόγο που να απάντα συγκεκριμένα στις αγωνίες των πολιτών για τον δρόμο, που θα ακολουθήσει η χώρα και που αυτός καταλήγει. Για το πώς μπορεί  να επιβιώσει η αγροτική μας οικονομία χωρίς τις κοινοτικές επιδοτήσεις. Για το πώς θα χρηματοδοτηθούν τα διάφορα προγράμματα στήριξης των αδύναμων κοινωνικών ομάδων, τα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας και εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού, τα επενδυτικά προγράμματα ίδρυσης νέων επιχειρήσεων. Για το πώς θα αναπληρωθούν οι χαμένοι ευρωπαϊκοί πόροι από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ε.Ε. ή από την διαφορά της ισοτιμίας, εάν οδηγηθούμε σε μια υποτιμημένη δραχμή. Για όλα λοιπόν τα παραπάνω η χώρα χρειάζεται έναν λόγο θετικό, σοβαρό και υπεύθυνο, που τις τελευταίες ημέρες οι αναδυόμενοι αντιμνημονιακοί σωτήρες αδυνατούν να εκφέρουν, γιατί κανείς δεν θέλει να απεκδυθεί των μικροκομματικών του ωφελειών και προνομιών ή να αναλάβει τις ευθύνες, που συνεπάγεται η πρόσφατη εκλογική τους «επιτυχία».