Δύο προτάσεις νόμου για τη μείωση των τιμών κατέθεσε η Μαρία Θεοχάρη μαζί με άλλους 31 Βουλευτές ΠΑΣΟΚ, σε συνέχεια των πρωτοβουλιών για λήψη ισοδύναμων κοινωνικών μέτρων.
Η πρώτη πρόταση νόμου, που σχεδιάστηκε στο πλαίσιο των προτάσεων για ισοδύναμα μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας, ως στόχο έχει την οργάνωση της συνεργασίας παραγωγών και καταναλωτών, τη σήμανση ελληνικών προϊόντων και άλλες διατάξεις ρύθμισης της αγοράς για τα βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Η κρίση την οποία διέρχεται η χώρα ανέδειξε μεταξύ άλλων και τα προβλήματα στην αγορά με τις στρεβλώσεις, την έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού και την διόγκωση του σταδίου του μεσάζοντα ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.
Οι τιμές βασικών καταναλωτικών προϊόντων παρά την ύφεση μένουν στα ίδια επίπεδα ενώ ορισμένα είδη ανεβαίνουν. Αυτό φέρνει σε αδιέξοδο τους καταναλωτές που έχουν σημαντικά μειωμένο εισόδημα ενώ οι υποχρεώσεις και τα έξοδα παραμένουν τουλάχιστον σταθερά.
Η προώθηση της συνεργασίας παραγωγών και καταναλωτών με την απευθείας επαφή και αλληλοενημέρωση μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στον εξορθολογισμό της αγοράς (στεγασμένο και υπαίθριο εμπόριο) και στην δραστική μείωση της ψαλίδας τιμής παραγωγών-τιμής καταναλωτών.
Η υπερβολική διαφορά αυτών των τιμών οδήγησε σε πρωτοβουλίες των πολιτών και η αυτοοργάνωση τους με την απευθείας επαφή παραγωγού καταναλωτή αποδεικνύει ότι μπορούν να υπάρξουν τιμές παραγωγού που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και ταυτόχρονα τιμές καταναλωτή που θα σέβονται το ήδη μειωμένο εισόδημα του.
Όμως αυτές οι πρωτοβουλίες δεν μπορούν να στηριχθούν μόνο στον εθελοντισμό, ούτε να είναι περιστασιακές γιατί θα εκφυλιστούν. Γι’ αυτό χρειάζεται η οργάνωση της συνεργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε νόμιμα εναλλακτικά δίκτυα διάθεσης των προϊόντων που θα συμβάλλουν καθοριστικά στον υγιή ανταγωνισμό.
Οι κύριες παρεμβάσεις της πρότασης νόμου αφορούν:
Στην οργάνωση της συνεργασίας παραγωγού και καταναλωτή με την υποστήριξη των δημοσίων δομών με την δημιουργία διαδικτυακής πύλης και των δήμων με την οργάνωση πρότυπων κυριακάτικων αγορών, στην δυνατότητα δημιουργίας Συνδέσμων παραγωγών, καταναλωτών, στη σήμανση των προϊόντων ελληνικής προέλευσης, η παρακολούθηση καθώς και η ρύθμιση της αγοράς για τα βασικά καταναλωτικά προϊόντα όταν παρουσιάζεται το φαινόμενο της υπερβολικής διαφοράς τιμής εκκίνησης και τιμής ανάλωσης.
Η δεύτερη πρόταση νόμου εισηγείται την θέσπιση ισοδύναμων μέτρων για τη λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού, την ανασυγκρότηση της ελληνικής παραγωγής, τη διακίνηση και διάθεση των προϊόντων εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και τη διασφάλιση και προώθηση της επιχειρηματικότητας.
Έχει ως στόχο να κλείσει το άνοιγμα της ψαλίδας των τιμών από τον παραγωγό στον καταναλωτή, την προώθηση των ελληνικών προϊόντων και την ενίσχυση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας μας, με βάση και τις ανάγκες των καταναλωτών.
Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις απόψεις που καταγράφονται σχετικά με την αναγκαιότητα αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης, η ενίσχυση της παραγωγής ελληνικών προϊόντων, ιδιαίτερα σε τομείς με συγκριτικά πλεονεκτήματα, είναι βασική προϋπόθεση.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως που προκύπτει είναι η αδυναμία διάθεσης των προϊόντων ιδιαίτερα όταν αυτά προέρχονται από μικρές η μεσαίες επιχειρήσεις κάθε μορφής που αποτελούν και το μεγάλο ποσοστό στη χώρας μας. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι η ολοκλήρωση πολλών τομέων παραγωγής να γίνεται από λιγοστές επιχειρήσεις που λειτουργούν με βάση τα δικά τους και μόνο συμφέροντα χωρίς κατ΄ ανάγκη να ενδιαφέρονται για τη στήριξη της ελληνικής παραγωγής.
Η συγκεκριμένη πρόταση νόμου θέλει συμβάλει ώστε να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο που να υπηρετεί αυτή την αναγκαιότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, βασιζόμενο σε μια ορθολογική και άρτια οργανωτική δομή, ώστε με νόμιμο τρόπο και χωρίς την παρουσία των ίδιων των παραγωγών να γίνεται η διάθεση των προϊόντων τους για λογαριασμό τους αλλά και να καλύπτει ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Το όλο σύστημα βασίζεται στις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο, καθώς και την πλήρη διαφάνεια σε όλες τις φάσεις.
Επιπλέον δίνει την ευκαιρία με την αξιοποίηση όλων των μορφών διάθεσης όπως λαϊκές αγορές, stand σε πολυσύχναστα σημεία των μεγαλουπόλεων, shop in shop, καταστήματα franchise, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.α, τα προϊόντα να φθάνουν στον κάθε καταναλωτή με συγκεκριμένες τιμές διάθεσης μέσα από διαδικασίες logistics.
Η μορφή οργάνωσης έχει σαν βάση την εταιρία αστικού τύπου μη κερδοσκοπικού σκοπού μέλη της οποίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε νομικό η φυσικό πρόσωπο που παράγει ελληνικά προϊόντα και επιθυμεί να διαθέτει μέρος η το σύνολο των προϊόντων του μέσα από αυτή.
Βασική προϋπόθεση είναι τα προϊόντα να διατίθενται από τον παραγωγό τυποποιημένα και ή δυνατόν πιστοποιημένα με το λογότυπο της εταιρίας και το όνομα του παραγωγού, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των προϊόντων, η δημόσια υγεία και το συμφέρον των παραγωγών και των καταναλωτών.
Η πρώτη πρόταση νόμου, που σχεδιάστηκε στο πλαίσιο των προτάσεων για ισοδύναμα μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας, ως στόχο έχει την οργάνωση της συνεργασίας παραγωγών και καταναλωτών, τη σήμανση ελληνικών προϊόντων και άλλες διατάξεις ρύθμισης της αγοράς για τα βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Η κρίση την οποία διέρχεται η χώρα ανέδειξε μεταξύ άλλων και τα προβλήματα στην αγορά με τις στρεβλώσεις, την έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού και την διόγκωση του σταδίου του μεσάζοντα ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.
Οι τιμές βασικών καταναλωτικών προϊόντων παρά την ύφεση μένουν στα ίδια επίπεδα ενώ ορισμένα είδη ανεβαίνουν. Αυτό φέρνει σε αδιέξοδο τους καταναλωτές που έχουν σημαντικά μειωμένο εισόδημα ενώ οι υποχρεώσεις και τα έξοδα παραμένουν τουλάχιστον σταθερά.
Η προώθηση της συνεργασίας παραγωγών και καταναλωτών με την απευθείας επαφή και αλληλοενημέρωση μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στον εξορθολογισμό της αγοράς (στεγασμένο και υπαίθριο εμπόριο) και στην δραστική μείωση της ψαλίδας τιμής παραγωγών-τιμής καταναλωτών.
Η υπερβολική διαφορά αυτών των τιμών οδήγησε σε πρωτοβουλίες των πολιτών και η αυτοοργάνωση τους με την απευθείας επαφή παραγωγού καταναλωτή αποδεικνύει ότι μπορούν να υπάρξουν τιμές παραγωγού που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και ταυτόχρονα τιμές καταναλωτή που θα σέβονται το ήδη μειωμένο εισόδημα του.
Όμως αυτές οι πρωτοβουλίες δεν μπορούν να στηριχθούν μόνο στον εθελοντισμό, ούτε να είναι περιστασιακές γιατί θα εκφυλιστούν. Γι’ αυτό χρειάζεται η οργάνωση της συνεργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε νόμιμα εναλλακτικά δίκτυα διάθεσης των προϊόντων που θα συμβάλλουν καθοριστικά στον υγιή ανταγωνισμό.
Οι κύριες παρεμβάσεις της πρότασης νόμου αφορούν:
Στην οργάνωση της συνεργασίας παραγωγού και καταναλωτή με την υποστήριξη των δημοσίων δομών με την δημιουργία διαδικτυακής πύλης και των δήμων με την οργάνωση πρότυπων κυριακάτικων αγορών, στην δυνατότητα δημιουργίας Συνδέσμων παραγωγών, καταναλωτών, στη σήμανση των προϊόντων ελληνικής προέλευσης, η παρακολούθηση καθώς και η ρύθμιση της αγοράς για τα βασικά καταναλωτικά προϊόντα όταν παρουσιάζεται το φαινόμενο της υπερβολικής διαφοράς τιμής εκκίνησης και τιμής ανάλωσης.
Η δεύτερη πρόταση νόμου εισηγείται την θέσπιση ισοδύναμων μέτρων για τη λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού, την ανασυγκρότηση της ελληνικής παραγωγής, τη διακίνηση και διάθεση των προϊόντων εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και τη διασφάλιση και προώθηση της επιχειρηματικότητας.
Έχει ως στόχο να κλείσει το άνοιγμα της ψαλίδας των τιμών από τον παραγωγό στον καταναλωτή, την προώθηση των ελληνικών προϊόντων και την ενίσχυση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας μας, με βάση και τις ανάγκες των καταναλωτών.
Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις απόψεις που καταγράφονται σχετικά με την αναγκαιότητα αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης, η ενίσχυση της παραγωγής ελληνικών προϊόντων, ιδιαίτερα σε τομείς με συγκριτικά πλεονεκτήματα, είναι βασική προϋπόθεση.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως που προκύπτει είναι η αδυναμία διάθεσης των προϊόντων ιδιαίτερα όταν αυτά προέρχονται από μικρές η μεσαίες επιχειρήσεις κάθε μορφής που αποτελούν και το μεγάλο ποσοστό στη χώρας μας. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι η ολοκλήρωση πολλών τομέων παραγωγής να γίνεται από λιγοστές επιχειρήσεις που λειτουργούν με βάση τα δικά τους και μόνο συμφέροντα χωρίς κατ΄ ανάγκη να ενδιαφέρονται για τη στήριξη της ελληνικής παραγωγής.
Η συγκεκριμένη πρόταση νόμου θέλει συμβάλει ώστε να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο που να υπηρετεί αυτή την αναγκαιότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, βασιζόμενο σε μια ορθολογική και άρτια οργανωτική δομή, ώστε με νόμιμο τρόπο και χωρίς την παρουσία των ίδιων των παραγωγών να γίνεται η διάθεση των προϊόντων τους για λογαριασμό τους αλλά και να καλύπτει ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Το όλο σύστημα βασίζεται στις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο, καθώς και την πλήρη διαφάνεια σε όλες τις φάσεις.
Επιπλέον δίνει την ευκαιρία με την αξιοποίηση όλων των μορφών διάθεσης όπως λαϊκές αγορές, stand σε πολυσύχναστα σημεία των μεγαλουπόλεων, shop in shop, καταστήματα franchise, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.α, τα προϊόντα να φθάνουν στον κάθε καταναλωτή με συγκεκριμένες τιμές διάθεσης μέσα από διαδικασίες logistics.
Η μορφή οργάνωσης έχει σαν βάση την εταιρία αστικού τύπου μη κερδοσκοπικού σκοπού μέλη της οποίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε νομικό η φυσικό πρόσωπο που παράγει ελληνικά προϊόντα και επιθυμεί να διαθέτει μέρος η το σύνολο των προϊόντων του μέσα από αυτή.
Βασική προϋπόθεση είναι τα προϊόντα να διατίθενται από τον παραγωγό τυποποιημένα και ή δυνατόν πιστοποιημένα με το λογότυπο της εταιρίας και το όνομα του παραγωγού, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα των προϊόντων, η δημόσια υγεία και το συμφέρον των παραγωγών και των καταναλωτών.