Τοποθέτηση Μαρίας Θεοχάρη στο σχέδιο νόμου «Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα – Κύρωση της Σύμβασης – Πλαισίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και των τροποποιήσεων της και άλλες διατάξεις» 21-09-2011
Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εδώ και ενάμιση χρόνο, με τη λειτουργία του σχεδίου στήριξης της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνουμε χρηματοδοτήσεις από το ΔΝΤ και από τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που στόχο έχουν αφ’ ενός την κάλυψη των δανειακών μας αναγκών και αφ’ ετέρου την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημοσίου χρέους της χώρας, αλλά και την ενίσχυση του τραπεζικού μας συστήματος.
Η δυσκολία πρόσβασης των χρηματοπιστωτικών μας ιδρυμάτων στις αγορές έχει ως αποτέλεσμα το μεγάλο πρόβλημα επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας που αντιμετωπίζουν, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις που αυτό έχει για τη βιωσιμότητα της οικονομίας μας. Φυσικά, βιωσιμότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανάπτυξη.
Γι’ αυτό και όλους αυτούς τους μήνες η Κυβέρνηση προχωρά στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα της ύφεσης, πρόβλημα δημοσιονομικό, αλλά και βαθύτατα δομικό και κοινωνικό. Ήδη έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα, προκειμένου να υπερβούμε τους σκοπέλους που σε πολλές περιπτώσεις εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει.
Η Κυβέρνηση προχώρησε σε μία σειρά από πρωτοβουλίες και νομοθετήματα απαραίτητα και σε πολλές περιπτώσεις ρηξικέλευθα, όπως είναι το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το νέο σύστημα υγείας και ασφάλισης, τις δομικές αλλαγές στο κράτος και στη διοίκηση, έτσι ώστε το παραγωγικό μας πρότυπο να μπορέσει να γίνει ανταγωνιστικό και να έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες προκλήσεις.
Στο πλαίσιο των απαραίτητων μέτρων που πρέπει να ληφθούν άμεσα για να βοηθήσουμε τη χώρα να σταθεί στα πόδια της, εντάσσεται και το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα. Δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς μας ότι ένα ισχυρό και αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα δώσει αυτήν την πολυπόθητη ώθηση στην οικονομία μας και θα εξασφαλίσει τη ρευστότητα.
Το ότι το τραπεζικό μας σύστημα χρειάζεται ένα δίχτυ προστασίας απέναντι στους κερδοσκόπους και τις αγορές είναι δεδομένο και αυτό ακριβώς το δίχτυ περιλαμβάνει το παρόν νομοσχέδιο. Βέβαια, κανείς δεν διαφωνεί ότι οφείλουμε να λάβουμε μέτρα για να θωρακίσουμε τους καταθέτες να αισθανθούν ασφάλεια οι καταναλωτές, οι επιχειρηματίες, οι Έλληνες πολίτες.
Θεσπίζονται, λοιπόν, μέτρα εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, ενίσχυσης και αυστηροποίησης της εποπτείας και του ελέγχου των τραπεζών από την Τράπεζα της Ελλάδας και εξεύρεσης λύσεων για την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα σταθώ στην τελευταία από τις τρεις τροπολογίες που εισάγονται μαζί με το νομοσχέδιο που έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε όλους τους πολίτες –και δικαίως– καθώς η φορολόγηση των ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είναι πραγματικά μέτρο σκληρό και δυσβάσταχτο. Το λαμβάνουμε γιατί, δυστυχώς, οι εισπρακτικοί μηχανισμοί αδυνατούν μέχρι σήμερα να ανταποκριθούν στην είσπραξη των εσόδων, δεν πατάχθηκε η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε πάντα στους συνήθεις υπόπτους, μισθωτούς και συνταξιούχους.
Δυστυχώς, αυτό το τέλος πολλά νοικοκυριά αδυνατούν να το καταβάλουν. Όλοι αντιλαμβανόμαστε τους επιτακτικούς λόγους του εθνικού συμφέροντος που οδηγούν σ’ αυτό το ειδικό τέλος, αλλά πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι πρέπει να υπάρχει μία αναλογικότητα και, πραγματικά, να επωμιστούν τα βάρη οι κατέχοντες πολλά ακίνητα. Γι’ αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε τις περιπτώσεις των ανέργων και ιδιαίτερα των νέων, των πολυτέκνων και άλλων ευάλωτων ομάδων.
Θα αναφερθώ και σε μία άλλη περίπτωση που έχει προκαλέσει πολλή αναστάτωση. Αναφέρομαι σε μία άλλη κοινωνική ομάδα, τους κτηνοτρόφους. Χαίρομαι πραγματικά, κύριε Υπουργέ, που δώσατε αποσαφήνιση για την εξαίρεση των βουστασίων, των χοιροστασίων και των κτηνοτροφικών μονάδων από το ειδικό τέλος, καθώς και εσείς κατάγεστε από κτηνοτροφική περιοχή και αντιλαμβάνεστε το πρόβλημα.
Γνωρίζετε ότι αυτή τη στιγμή οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, αφού αναγκάζονται να κρατούν χαμηλές τις τιμές των προϊόντων τους, είτε αυτά είναι γαλακτοκομικά, είτε κρέας, για να είναι ανταγωνιστικές έναντι των εισαγομένων, ενώ οι τιμές των ζωοτροφών έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Οι κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας ήδη αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα και κάτι τέτοιο πραγματικά θα τους έδινε τη χαριστική βολή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αξία των ζωοτροφών που στεγάζονται στις μονάδες, στις οποίες θα επιβαλλόταν το τέλος, είναι χαμηλότερη από την εισφορά που θα καλούνταν να πληρώσουν.
Οι δε προβατοτρόφοι, ειδικά στο Νομό μου, την Καρδίτσα, βρίσκονται σε ακόμα πιο δεινή κατάσταση. Η ανέχεια και η έλλειψη οικονομικής ρευστότητας τους έχει φέρει σε σημείο να αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ύδρευσης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ποτίσουν τα ζωντανά τους. Όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι, είναι ασύμφορη η πάχυνση των ζώων και γι’ αυτό αναγκάζονται να τα σφάξουν.
Απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούμε να εισπράξουμε ειδικό τέλος. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στις μεγάλες μονάδες. Στην Καρδίτσα αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατό μεγάλες μονάδες αγελαδοτρόφων και κτηνοτρόφων και χίλιες μικρές στάνες. Πιστεύω ότι είναι εξωπραγματικό να ζητάμε από τους κτηνοτρόφους να πληρώσουν αυτό το τέλος και χαίρομαι πραγματικά για την αποσαφήνιση, κύριε Υπουργέ.
Η πρωτογενής παραγωγή είναι η βάση της οικονομίας της χώρας μας. Δεν μπορούμε να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, όταν δεν υπάρχει οικονομική δραστηριότητα που να σχετίζεται με την πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να θωρακίσουμε τον Έλληνα κτηνοτρόφο που τόσο συνεισφέρει στην οικονομία της χώρας, όπως ακριβώς θωρακίζουμε το τραπεζικό σύστημα με το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα.
Πρέπει, όμως, και το τραπεζικό μας σύστημα, εφ’ όσον λαμβάνει και τις εγγυήσεις που χρειάζεται από το κράτος, να ανταποκριθεί και να ανοίξει τις στρόφιγγες χρηματοδότησης, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που στενάζουν κάτω από την πίεση της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν στις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Μόνο έτσι θα βγούμε από το φαύλο κύκλο της ύφεσης και θα μπούμε στο δρόμο της ανάπτυξης.
Η δυσκολία πρόσβασης των χρηματοπιστωτικών μας ιδρυμάτων στις αγορές έχει ως αποτέλεσμα το μεγάλο πρόβλημα επάρκειας κεφαλαίων και ρευστότητας που αντιμετωπίζουν, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις που αυτό έχει για τη βιωσιμότητα της οικονομίας μας. Φυσικά, βιωσιμότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανάπτυξη.
Γι’ αυτό και όλους αυτούς τους μήνες η Κυβέρνηση προχωρά στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα της ύφεσης, πρόβλημα δημοσιονομικό, αλλά και βαθύτατα δομικό και κοινωνικό. Ήδη έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα, προκειμένου να υπερβούμε τους σκοπέλους που σε πολλές περιπτώσεις εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει.
Η Κυβέρνηση προχώρησε σε μία σειρά από πρωτοβουλίες και νομοθετήματα απαραίτητα και σε πολλές περιπτώσεις ρηξικέλευθα, όπως είναι το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το νέο σύστημα υγείας και ασφάλισης, τις δομικές αλλαγές στο κράτος και στη διοίκηση, έτσι ώστε το παραγωγικό μας πρότυπο να μπορέσει να γίνει ανταγωνιστικό και να έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες προκλήσεις.
Στο πλαίσιο των απαραίτητων μέτρων που πρέπει να ληφθούν άμεσα για να βοηθήσουμε τη χώρα να σταθεί στα πόδια της, εντάσσεται και το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα. Δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς μας ότι ένα ισχυρό και αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα δώσει αυτήν την πολυπόθητη ώθηση στην οικονομία μας και θα εξασφαλίσει τη ρευστότητα.
Το ότι το τραπεζικό μας σύστημα χρειάζεται ένα δίχτυ προστασίας απέναντι στους κερδοσκόπους και τις αγορές είναι δεδομένο και αυτό ακριβώς το δίχτυ περιλαμβάνει το παρόν νομοσχέδιο. Βέβαια, κανείς δεν διαφωνεί ότι οφείλουμε να λάβουμε μέτρα για να θωρακίσουμε τους καταθέτες να αισθανθούν ασφάλεια οι καταναλωτές, οι επιχειρηματίες, οι Έλληνες πολίτες.
Θεσπίζονται, λοιπόν, μέτρα εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, ενίσχυσης και αυστηροποίησης της εποπτείας και του ελέγχου των τραπεζών από την Τράπεζα της Ελλάδας και εξεύρεσης λύσεων για την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα σταθώ στην τελευταία από τις τρεις τροπολογίες που εισάγονται μαζί με το νομοσχέδιο που έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε όλους τους πολίτες –και δικαίως– καθώς η φορολόγηση των ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είναι πραγματικά μέτρο σκληρό και δυσβάσταχτο. Το λαμβάνουμε γιατί, δυστυχώς, οι εισπρακτικοί μηχανισμοί αδυνατούν μέχρι σήμερα να ανταποκριθούν στην είσπραξη των εσόδων, δεν πατάχθηκε η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε πάντα στους συνήθεις υπόπτους, μισθωτούς και συνταξιούχους.
Δυστυχώς, αυτό το τέλος πολλά νοικοκυριά αδυνατούν να το καταβάλουν. Όλοι αντιλαμβανόμαστε τους επιτακτικούς λόγους του εθνικού συμφέροντος που οδηγούν σ’ αυτό το ειδικό τέλος, αλλά πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι πρέπει να υπάρχει μία αναλογικότητα και, πραγματικά, να επωμιστούν τα βάρη οι κατέχοντες πολλά ακίνητα. Γι’ αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε τις περιπτώσεις των ανέργων και ιδιαίτερα των νέων, των πολυτέκνων και άλλων ευάλωτων ομάδων.
Θα αναφερθώ και σε μία άλλη περίπτωση που έχει προκαλέσει πολλή αναστάτωση. Αναφέρομαι σε μία άλλη κοινωνική ομάδα, τους κτηνοτρόφους. Χαίρομαι πραγματικά, κύριε Υπουργέ, που δώσατε αποσαφήνιση για την εξαίρεση των βουστασίων, των χοιροστασίων και των κτηνοτροφικών μονάδων από το ειδικό τέλος, καθώς και εσείς κατάγεστε από κτηνοτροφική περιοχή και αντιλαμβάνεστε το πρόβλημα.
Γνωρίζετε ότι αυτή τη στιγμή οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, αφού αναγκάζονται να κρατούν χαμηλές τις τιμές των προϊόντων τους, είτε αυτά είναι γαλακτοκομικά, είτε κρέας, για να είναι ανταγωνιστικές έναντι των εισαγομένων, ενώ οι τιμές των ζωοτροφών έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Οι κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας ήδη αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα και κάτι τέτοιο πραγματικά θα τους έδινε τη χαριστική βολή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αξία των ζωοτροφών που στεγάζονται στις μονάδες, στις οποίες θα επιβαλλόταν το τέλος, είναι χαμηλότερη από την εισφορά που θα καλούνταν να πληρώσουν.
Οι δε προβατοτρόφοι, ειδικά στο Νομό μου, την Καρδίτσα, βρίσκονται σε ακόμα πιο δεινή κατάσταση. Η ανέχεια και η έλλειψη οικονομικής ρευστότητας τους έχει φέρει σε σημείο να αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ύδρευσης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ποτίσουν τα ζωντανά τους. Όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι, είναι ασύμφορη η πάχυνση των ζώων και γι’ αυτό αναγκάζονται να τα σφάξουν.
Απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούμε να εισπράξουμε ειδικό τέλος. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στις μεγάλες μονάδες. Στην Καρδίτσα αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατό μεγάλες μονάδες αγελαδοτρόφων και κτηνοτρόφων και χίλιες μικρές στάνες. Πιστεύω ότι είναι εξωπραγματικό να ζητάμε από τους κτηνοτρόφους να πληρώσουν αυτό το τέλος και χαίρομαι πραγματικά για την αποσαφήνιση, κύριε Υπουργέ.
Η πρωτογενής παραγωγή είναι η βάση της οικονομίας της χώρας μας. Δεν μπορούμε να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, όταν δεν υπάρχει οικονομική δραστηριότητα που να σχετίζεται με την πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να θωρακίσουμε τον Έλληνα κτηνοτρόφο που τόσο συνεισφέρει στην οικονομία της χώρας, όπως ακριβώς θωρακίζουμε το τραπεζικό σύστημα με το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα.
Πρέπει, όμως, και το τραπεζικό μας σύστημα, εφ’ όσον λαμβάνει και τις εγγυήσεις που χρειάζεται από το κράτος, να ανταποκριθεί και να ανοίξει τις στρόφιγγες χρηματοδότησης, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που στενάζουν κάτω από την πίεση της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν στις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Μόνο έτσι θα βγούμε από το φαύλο κύκλο της ύφεσης και θα μπούμε στο δρόμο της ανάπτυξης.