Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Οργή, άρνηση, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή


Tου Σπύρου Μαρκέτου*
Στην αξέχαστη ταινία Αll That Jazz, του Μπομπ Φος, πρωταγωνιστής είναι ένας γοητευτικός και ανυπόταχτος σκηνοθέτης, που τον παίζει ο Ρόυ Σάιντερ. Η ζωή που κάνει τον σκοτώνει: γυναίκες, ποτά, τσιγάρα, ξενύχτια, και πολλή πολλή δουλειά. Η καρδιά του τον προειδοποιεί, αλλά εκείνος φυσικά δεν κόβει τίποτε απ’ όλα αυτά, ώσπου επέρχεται το μοιραίο. Στην πορεία όμως ο ήρωας αλλάζει. Αποστασιοποιείται από το εφήμερο, μέσα στο οποίο ως τότε κολυμπούσε σαν το ψάρι στο νερό. Όχι απλώς πεθαίνει σοφότερος, αλλά συνάμα αποστάζει, από τον ίδιο τον τρόπο που βιώνει την πορεία προς το τέλος, το ύστατό του έργο, το αριστούργημά του. Στοχάζεται όσα νιώθει, ώσπου τα μεταμορφώνει σε αξέχαστη τέχνη.
Όπως τα αναλύει σιγά σιγά, πέντε συναισθήματα κυριαρχούν διαδοχικά σ’ αυτή την αμείλικτη πορεία: οργή, άρνηση, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Αρχικά θυμωμένος που εμφανίζεται ο θάνατος ενώ είχε τόσο πολλά ακόμη να κάνει στη ζωή του, έπειτα ο ήρωας αρνείται ότι οι προειδοποιήσεις είναι πραγματικές. Μετά θέλει να διαπραγματευτεί, ζητά χρόνο. Όταν και η διαπραγμάτευση αποδεικνύεται μάταιη, έρχεται η κατάθλιψη, ώσπου ακολουθεί η συμφιλίωση με την πραγματικότητα, η αποδοχή του μοιραίου. Στο μεταξύ η ζωή του έχει πλουτίσει με διαστάσεις που της έλειπαν προηγουμένως, και η τέχνη του κορυφώνεται. Γι’ αυτό και το τέλος γίνεται τραγικό.
Υπάρχει περίπτωση άραγε ν’ αποκτήσει τέτοιες τραγικές διαστάσεις και η αυτού μεγαλειότης το ευρώ, καθώς ψυχορραγεί; Λέτε τώρα πια, στα τελευταία του, ν’ αλλάξει συνήθειες και χαρακτήρα, και από εργαλείο αποθησαυρισμού μιας απειροελάχιστης ελίτ τραπεζιτών να γίνει όργανο φιλολαϊκής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, σύγκλισης βορά και νότου, εμπέδωσης της κοινωνικής δημοκρατίας απ’ άκρη σ’ άκρη της ευρωζώνης, και σωτηρίας της ευρωπεριφέρειας, της ίδιας που αυτό ακριβώς έσυρε αδίστακτα και προγραμματισμένα στην κρίση; Με μέσο, ίσως, το ευρωομόλογο; Λέτε μάλιστα να μπορέσει να σωθεί χάρη σε μια τέτοια συγκλονιστική μεταστροφή, ν’ αναγεννηθεί στο δρόμο προς τη Δαμασκό, να γίνει ευρώ του λαού;
Κάτι τέτοιο υποστηρίζουν, δημόσια τουλάχιστον, αυτοί που εξακολουθούν να το θέλουν βασιλιά στη χώρα μας, από τον πρωθυπουργό και τον επίδοξο αντικαταστάτη του στα δεξιά, μέχρι τον κ. Τσίπρα (που διεκδικεί μάλιστα την πατρότητα της ιδέας του ευρωομόλογου) και τον κατά τα λοιπά συμπαθή τέως λογογράφο του πρωθυπουργού, Γιάννη Βαρουφάκη, στ’ αριστερά. Ένα ευρώ των λαών, στηριγμένο στον ανεξάντλητο πακτωλό των ευρωομολόγων. Αφού δεν ενώνονται πολιτικά οι ευρωπαϊκοί λαοί, ας ενώσουνε τουλάχιστον τα χρέη τους. Ισότητα στο χρέος! Αν τώρα πια εγκαταλείφθηκε ακόμη και ως ρητορικός τόπος η κοινωνική δικαιοσύνη, τουλάχιστον ας βρούμε κοινά επιτόκια δανεισμού. Κάτω οι διακρίσεις! Καιρός ν’ αρχίσουν να μας εκμεταλλεύονται ισότιμα και δίκαια οι τραπεζίτες. Απαιτούμε και θα επιβάλουμε τούτη τη ρεαλιστική μεταρρύθμιση! Θα μπορούσε ποτέ να βρει καλύτερη διεκδίκηση η αριστερά;
Αρκεί να βάλουν στα κατάλληλα χαρτάκια την υπογραφή τους ο Τρισέ και οι πρωθυπουργοί, φαντάζονται οι οπαδοί του ευρωομόλογου, και το πρόβλημα του δημόσιου χρέους θα λυθεί. Αντί οι λαοί να κινηθούν για ν’ αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού, διαγράφοντας το χρέος, αρκεί οι εκλεγμένοι τους αντιπρόσωποι να υποβάλουν ευσεβάστως το ριζοσπαστικό αίτημα του κοινού ομόλογου στις αρμόδιες αρχές, κι εκείνες θα κάνουν τις κατάλληλες τεχνοκρατικές κινήσεις και το πρόβλημα θα εξατμιστεί. Το ευρώ θα σταθεί ξανά όρθιο, το ίδιο και οι αναξιοπαθούντες τραπεζίτες, που θα συνεχίσουν να εισπράττουν κανονικά τα τοκοχρεωλύσιά τους. Ευρώ ροδαλό, τράπεζες χορτάτες, τι άλλο πια μπορεί να θέλει η αριστερά; Ποιος άλλος δηλαδή θα σώσει το ευρώ και τις τράπεζες; Μήπως οι σημερινές κυβερνήσεις, που άλλο δεν καταφέρνουν ως τώρα παρά να τις φουντάρουν;
Οι ύμνοι του ευρωομόλογου πάντως παιανίζονται στην ελάσσονα συνήθως κλίμακα, όχι στη μείζονα. Η στρατηγική πωλήσεων, εύστοχα, βασίζεται στην καλλιέργεια φόβου, νάρκωσης και αδιαφορίας μάλλον παρά ενθουσιασμού. Παρουσιάζεται σαν κάτι το ασήμαντο, για το οποίο δεν αξίζει να μαλώνουμε. «Το ζήτημα δεν είναι το νόμισμα ή το ευρωομόλογο», γράφει ένας καλοπροαίρετος αριστερός, «αλλά η επιβίωση της κοινωνίας· ας μην ψάχνουμε λοιπόν διαχωριστικές γραμμές». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αρμόδιος για την οικονομική πολιτική του Συνασπισμού: «Το πραγματικό δίλημμα για τις δυνάμεις της εργασίας και τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι η επιλογή εθνικού νομίσματος».[1] Να συσπειρωθούμε επιτέλους, παραμερίζοντας τις ανούσιες διαφορές που μας χωρίζουν· τίποτε δεν θα είναι πιο πειστικό και αποτελεσματικό από μια αριστερά που, ενωμένη, θα υποστηρίζει ταυτόχρονα και το ευρωομόλογο και τη δραχμή.
Μετά τη συνάντηση Μέρκελ-Σαρκοζύ, που έβγαλε το ευρωομόλογο από την άμεση ατζέντα των κυβερνώντων, κινδυνεύουμε να το δούμε σύνθημα της λεγόμενης ευρωπαϊστικής αριστεράς. Ελάχιστα θ’ αφορά την Ελλάδα, που μάλλον θα έχει εκπαραθυρωθεί από τον οίκο του ευρώ προτού αυτός καταρρεύσει σαν τον οίκο των Ώσερ. Ωστόσο η ιδέα αυτή είναι ένα ανέκδοτο. Δεν απαντά στα βασικά προβλήματα της κρίσης, έχει άλυτες εσωτερικές αντιφάσεις, και είναι πολιτικά αδύνατο να περπατήσει. Ότι ασχολείται μαζί του η ευρωκρατική ελίτ, δείχνει απλώς την αμηχανία της μπροστά στο αδιέξοδο. Ακόμη και αν εφαρμοστεί, μερικούς μήνες μετά θα προκαλέσει ακόμη χειρότερη κρίση. Η ζωή ενός κοινού ομόλογου δεν θα είναι ούτε μακριά ούτε ανέφελη· βασικός σκοπός του, να ναρκώσει τις κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, του λαού αλλά και των ίδιων των αστών, ώσπου να βρεθούν λιγότερο πρόσκαιρες λύσεις. Φυσικά αυτά τα ξέρουν και οι υποθετικοί αγοραστές του, γιατί ένα ομόλογο δεν αρκεί να το εκδόσεις, πρέπει να βρεθούν και κάποιοι που θα τούς το πουλήσεις, και αυτοί οι κάποιοι, ακριβώς επειδή δεν βλέπουν ενιαία και ασφαλή πολιτική εξουσία που να το στηρίζει, απαιτούν εξωφρενικές αποδόσεις. Τα ξέρουν και τα τονίζουν και οι σώφρονες συντηρητικοί αντίπαλοι της ιδέας. Η δήθεν ευρωπαϊστική αριστερά όμως αρνείται να καταλάβει πως λύση δεν είναι να βρεθούν νέα τρυκ για να πληρωθούν οι τοκογλύφοι, αλλά να πάψουν επιτέλους να πληρώνονται. Όχι ευρωομόλογο, αλλά Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε.
Με δυο λόγια το ευρωομόλογο είναι, για να χρησιμοποιήσουμε έναν επίκαιρο όρο των ημερών, μπάφος. Ένα παραισθησιογόνο που βοηθά ώστε η κοινωνική και η πολιτική αντιπολίτευση, ο δρόμος και η αριστερά, να μένουν χωριστά και κοιμισμένες. Ξέρετε όμως γιατί είναι ιδιαίτερα θλιβερό να βλέπεις αριστερούς να πέφτουν και σ’ αυτή την παγίδα; Γιατί καταλαβαίνεις ότι εξακολουθούν να ελπίζουν σε μαγικές λύσεις, και ιδίως είναι έτοιμοι να καταπιούν ακόμη και τη χειρότερη ανοησία, αρκεί να οδηγεί τον κόσμο σε αποκινητοποίηση. Νοσταλγούν το χτες και φοβούνται το αύριο, τρέμουν ακόμη και στη σκέψη ότι έχουμε μπει σε μια νέα ιστορική περίοδο πόλωσης και συγκρούσεων που απαιτεί κριτική εγρήγορση και μαζική κινητοποίηση, ξεχνούν ότι νόημα ύπαρξης έχει η αριστερά μόνον όσο παλεύει για την αξιοπρέπεια και την ένωση και τη σωτηρία του λαού, δυο χρόνια τώρα ντρέπονται να μιλήσουν για στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, και αρνούνται να φωνάξουν, μαζί με τον κόσμο της πλατείας, «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε».
Αυτή η αριστερά, που φοβάται και θλίβεται για το θάνατο του ευρώ, τώρα βρίσκεται στο μεσαίο στάδιο, μαζί με αρκετό άλλο κόσμο βέβαια. Διαπραγματεύεται, προσπαθεί μάταια να κερδίσει χρόνο. Πολλοί άλλοι, σ’ όλη την Ευρώπη, έχουν ήδη περάσει στο στάδιο της κατάθλιψης· είναι οι συνήθως λαλίστατοι αναλυτές που τώρα πλέον μιλούν επί παντός επιστητού εκτός από τις τύχες του κοινού νομίσματος, καθώς και οι λεγόμενοι επενδυτές που κατά μάζες ψηφίζουν με τα πόδια, εγκαταλείποντας το ευρώ για την ασφάλεια του χρυσού και του ασημιού. Αρκετοί πάλι έχουνε μείνει στο στάδιο της άρνησης· για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση που, ενώ ολόγυρά της η ευρωζώνη διαλύεται, κουτοπόνηρα παριστάνει πως όλα προχωρούνε σύμφωνα με το σχέδιο κι ετοιμάζεται μάλιστα, βάζοντας μπουρλότο στα πανεπιστήμια, ν’ ανοίξει νέα μέτωπα. Αλλά πιο ενδιαφέρον απ’ όλα είναι το στρατόπεδο των οργισμένων.
Δεν θα περίμενε κανείς ν’ ανήκουν σ’ αυτό το στρατόπεδο εκείνοι που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις, αλλά στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Ο Τρισέ, η Μέρκελ και ο Σαρκοζύ, μαζί τους και οι άχρωμες στρατιές των αυλικών και των μυστικοσυμβούλων τους, δεν ήταν προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις που τους ξεπερνούν. Βλέποντας πως το ευρώ σκάζει στα δικά τους χέρια, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένοι. Δεν έχουν όραμα, δεν ξέρουν τι θέλουν, δεν ξέρουν τι να κάνουν, πόσο μάλλον πώς να το κάνουν. Και έτσι μαστιγώνουν τα κύματα.
Οι ευρωκράτες πληρώνουν τώρα την οικονομική αλαζονεία τους, ανάλογη της στρατιωτικής αλαζονείας που οδήγησε τους αμερικανούς στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Κυβερνούν ένα τεράστιο σκάφος, ένα αεροπλανοφόρο που μπροστά του μεριάζουν καΐκια και βαρκάκια. Λίγο καθυστερημένα αντιλαμβάνονται ότι το έριξαν σε ξέρα, και θα τούς ζητηθούν ευθύνες. Εμβρόντητοι, γιατί βέβαια δεν διαβάζουν ούτε Ντέηβιντ Χάρβεϋ ούτε Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν, τώρα έχουν αγριέψει. Θέλουν ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση με επιδείξεις πυγμής, πάνω κάτω όπως ταχτοποιεί τους βρετανούς ταραξίες ο Κάμερον. Φυσικά, το μόνο που καταφέρνουν είναι να την χειροτερεύουν. Κεντρικό τους μέλημα η προστασία του ευρώ, των τραπεζών και των χρηματιστηρίων; Ήδη ανατινάζουν το κοινό νόμισμα, σβήνουν κάθε εμπιστοσύνη στις τράπεζες και καταβαραθρώνουν τις μετοχές. Στις συνθήκες που δημιουργούν η αριστερά θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, αν δεν ήταν τόσο κοιμισμένες οι ηγεσίες της.
Αντί ν’ αναλώνεται η κοινοβουλευτική αριστερά σε μάχες υπέρ του ευρώ και των ευρωομόλογων, θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να δίνει τις αληθινές μάχες, μάχες ιδεών και μάχες στις πλατείες. Πρώτο και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής μάχης είναι βέβαια η έξοδος από το ευρώ, που θα μας ξαναδώσει δική μας νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αλλά βέβαια αυτό δεν αρκεί· κανείς δε νοσταλγεί τη δραχμή του Ανδρέα και του Σημίτη. Μια φιλολαϊκή οικονομική πολιτική χρειάζεται μια νέα Τράπεζα της Ελλάδας, δημόσια και όχι ιδιωτική όπως η σημερινή, η οποία θα εκδίδει το εθνικό νόμισμα και θα ελέγχει την ισοτιμία του υπό δημοκρατικό έλεγχο. Οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας επηρεάζουν άμεσα το ύψος της ανεργίας και άλλα ζητήματα στα οποία επιβάλλεται να έχει φωνή ο λαός. Χωρίς πολιτικό έλεγχό της, δημοκρατία δεν νοείται.
Η αριστερά πρέπει επίσης ν’ απαιτήσει, πολύ πιο βροντερά απ’ όσο τώρα κάνει, την κοινωνικοποίηση όσων τραπεζών δεν επιβιώνουν χωρίς κρατική ενίσχυση, δηλαδή πρακτικά όλων, ώστε αφενός να πάρει από τα χέρια της ισχυρότερης σήμερα μερίδας καπιταλιστών τη θεσμική βάση της εξουσίας τους, και αφετέρου ν’ ανοίξει το δρόμο για την ανοικοδόμηση της οικονομίας με δημοκρατικό σχεδιασμό, έλεγχο των κεφαλαιακών ροών και εξίσωση των απολαβών. Επιστρέφοντας στη δραχμή και σχίζοντας τον ευρωζουρλομανδύα μπορούμε να σταματήσουμε την επέλαση του καπιταλισμού και να δημιουργήσουμε βάσεις για έξοδο από αυτόν. Αδύνατο να γίνουν αυτά μέσα στο ευρώ, να ποιό είναι το απλό μας επιχείρημα. Αλλά δεν είναι και σίγουρο ότι θα γίνουν έξω από αυτό, δεν πρόκειται να γίνουν χωρίς αγώνα.
Βγαίνουμε από το ευρώ, παύουμε να πληρώνουμε τους τοκογλύφους και διαγράφουμε το χρέος, κοινωνικοποιούμε το τραπεζικό σύστημα, και ανοίγουμε δρόμο για τη διατροφική και ενεργειακή επάρκεια, την αποανάπτυξη και την άνθιση της συλλογικότητας. Σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και ραγδαίας άρσης των οικονομικών ανισοτήτων. Αν όχι τώρα, πότε; Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να γίνουν χωρίς ρήξεις. Ολοένα περισσότερος κόσμος το καταλαβαίνει, και κατεβαίνει με πάθος στις πλατείες, αλλά όχι η δήθεν ευρωπαϊστική, στην πραγματικότητα απλώς συντηρητική, ηγεσία του ΣΥΝ. Η οργή των αρχόντων μας δίνει μια ιστορική ευκαιρία να προωθήσουμε τούτο το πρόγραμμα· αν την χάσουμε, γινόμαστε Κίνα. Τόσο απλό είναι το δίλημμα που έχουμε μπροστά μας.
Παραπομπές
1 Γιάννης Μηλιός, «Οι ταξικές στρατηγικές έχουν γίνει φανερές. Ας το εκμεταλλευτούμε!», Αυγή, Κυριακή 21 Αυγούστου 2011.
*Ο Σπύρος Μαρκέτος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και διδάσκει ιστορία.

πηγη denplirono