Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η έκφραση της λαικής βούλησης και το πρόβλημα του γιαουρτώματος - Αφήγημα 4ο: Ο κιμπάρης γύπας

Πολλοί είναι έτοιμοι να μοιράσουν … χρήμα τσουβαλάτο, που θα το πάρουν από την πλουτοκρατία!!!

Δεν είναι μόνο ο Γεώργιος Β΄, που έβλεπε λεφτά· υπάρχει κανένας (πολιτικός) που δεν τα βλέπει;
Φυσικά υπάρχει· αυτός που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία.
Αυτός βλέπει μόνο στάχτες, εκεί που μέχρι χτές έβλεπε λεφτά.
Όσο πιο πολλά λεφτά βλέπουν πριν υφαρπάξουν την εξουσία, τόσο περισσότερες στάχτες βλέπουν μετά.

Το κυριότερο χάρισμα και χαρακτηριστικό των απατεώνων, είναι ότι «βλέπουν» τα κρυμμένα λεφτά.

Για άλλη μία φορά όμως, είδαμε ποιανών τα λεφτά εννοούν.

Αν οι πολιτικές επιλογές μας καθοριστούν για άλλη μια φορά από το ποιος τάζει λαγούς με πετραχήλια, ακόμη και αν αλλάξουμε τους μάγους και βάλλουμε άλλους στην θέση τους, τα ίδια θα κάνουν και αυτοί, γιατί και να θέλουν δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το «θαύμα» που συνετελέσθη τα προηγούμενα χρόνια, θα καταλάβουμε και γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί και γιατί φτάσαμε, εδώ που φτάσαμε.

Το παραγωγικό «θαύμα» οφείλεται στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η οποία όπως οδυνηρά πλέον διαπιστώνουμε δεν είναι και τόσο θαυμαστή. Ωστόσο με μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού παράγονταν αρκετά αγαθά για να καλύψουν την καταναλωτική τρέλα των αναπτυγμένων και σχεδόν επαρκής τροφή για τους υπόλοιπους.

Καθώς με τις παραγωγικές δομές, που αδιαφορούσαν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, περίσσευε πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, το δυναμικό αυτό διοχετεύτηκε σε υπηρεσίες, που αποσκοπούσαν στην καλύτερη διαβίωση του πληθυσμού, στην διαρκώς γιγαντούμενη δημόσια διοίκηση (και τα ανάλογα παρά-κρατικά επαγγέλματα), στην πρόοδο και την πρακτική εφαρμογή της τεχνολογίας, στην χρηματιστηριακή οικονομία κ.λ.π.. Το εξειδικευμένο προσωπικό, που διοχετεύτηκε σε όλους αυτούς τους τομείς αποτέλεσε (με μεγάλες διαστρωματώσεις βέβαια) την πολυπληθή μεσαία (και συν τω χρόνω κακομαθημένη) τάξη, η οποία πήρε και τον ρόλο του βασικού καταναλωτή στον καπιταλιστικό κύκλο της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής-κατανάλωσης.

Φυσικά για λόγους κοινωνικής ειρήνης στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και τις ανερχόμενες οικονομίες, οι κατώτερες τάξεις έπαιρναν σχετικά ικανοποιητικό μερίδιο της λείας (για την οποία, αυτές τουλάχιστον είχαν κοπιάσει σε ουσιώδεις παραγωγικές εργασίες).

Τα κέρδη αυτού του συστήματος προέρχονταν αφενός από το εμπορικό κέρδος επί των αγαθών και των υπηρεσιών και αφετέρου από την «δημιουργία» υπεραξιών τόσο σε υπηρεσίες και αγαθά, όσο και στις χρηματιστηριακές αξίες.

Από τα κέρδη αυτά ωφελήθηκαν επιχειρηματίες και κεφαλαιούχοι (κατά το μέγεθος του και το ήθος του ο καθένας) αλλά μεγάλο μέρος μοιραζόταν στα μεσαία στρώματα και καθόλου ευτελή ποσά διατίθεντο και για τις κατώτερες τάξεις των αναπτυγμένων κρατών.
Εννοείται, ότι τα κατώτερα και μεσαία στρώματα έδιναν, ότι κέρδιζαν στην κατανάλωση (λογιζομένης ως κατανάλωσης και της απόκτησης πρώτης και εξοχικών κατοικιών, αυτοκινήτων κ.λ.π.) ενώ οι μεγαλομεσαίοι και φυσικά οι μεγάλοι επανεπένδυαν μικρό ή μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους σε αξίες και υπεραξίες.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι υπεραξίες σε προϊόντα και υπηρεσίες δεν αφορούν τόσο τις εμπορικές αρπαχτές, που έχουν να κάνουν με τις (τεχνητές συνήθως) διακυμάνσεις των τιμών, όσο με τα μυθεύματα, που δημιουργούν σταθερά υψηλές τιμές σε σχέση με το πραγματικό παραγωγικό κόστος· π.χ. είδη πολυτελείας, καλλυντικά, χημικά αναψυκτικά, έργα τέχνης, είδη πρωτοεμφανιζόμενης τεχνολογίας κ.λ.π..
Πολλές φορές το κράτος καρπώνεται μεγάλο μέρος της υπεραξίας (π.χ. τζόγος, καπνός, αλκοόλ) ώστε τα οφέλη των υπεραξιών να διαχέονται στην κοινωνία! (κατά το εκάστοτε σύστημα ευνοιοκρατίας βέβαια και όχι ισοβαρώς σε όλους τους πολίτες).

Η κυριότερη μορφή όμως δημιουργίας υπεραξιών είναι η χρηματιστηριακή.

Εδώ οι υπεραξίες είναι συνήθως ασταθείς, γι αυτό το χρηματιστηριακό κεφάλαιο συνεχώς τρέχει, αλλάζοντας διαρκώς μορφές (καταθέσεις, ασφαλίσεις, αντασφαλίσεις, μετοχές, ομόλογα κ.λ.π.) με τελική επιδίωξη την μεταμόρφωση του σε πραγματικές αξίες (ακίνητα που δεν βαρύνονται από «υπεραξία», μετοχές που αντιπροσωπεύουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία κ.λ.π.) και ει δυνατόν την αγορά αυτών κάτω και από την πραγματική τους αξία (ώστε να έχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους).

Τελικά όμως, οι κεφαλαιούχοι ποτέ δεν μετατρέπουν το σύνολο των κεφαλαίων τους σε περιουσιακά στοιχεία, που δεν εμπεριέχουν υπεραξία. Οδηγούμενοι αφενός από την απληστία τους, αφετέρου από την συνειδητή επιλογή της στήριξης του συστήματος που «γεννά» και εκμεταλλεύεται υπεραξίες, παρά τους φόβους τους ανακυκλώνουν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους σε αυτές.

Άλλωστε τι είναι αυτό που καθιερώνει ως σταθερές αξίες (και αποκούμπι των κεφαλαιούχων) κάποια χρηματιστηριακά «προϊόντα», όπως οι μετοχές των μεγάλων πολυεθνικών, ο χρυσός κ.λ.π. πέρα από την έννοια της πίστης στους νόμους και τους όρους της αγοράς; Αν αυτά καταρρεύσουν, τότε όχι μόνο οι τεχνητές υπεραξίες θα καταρρεύσουν, αλλά και οι υποτιθέμενες σταθερές αξίες. Οι κεφαλαιούχοι κινδυνεύουν γενικότερα από πολύ μεγαλύτερη καθίζηση από αυτήν του Γκέιτς. Αντίθετα τα περιουσιακά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τον φτωχό (απέριττη κατοικία, αγροτική γή χωρίς οικοδομική αξία) δεν εμπεριέχουν σχεδόν καμία υπεραξία.

Το κεφάλαιο λοιπόν, που διαρκώς τρέχει και αλλάζει μορφές (χωρίς όπως είπαμε να μεταμορφώνεται ποτέ σε αποκλειστικά πραγματικές αξίες) «σταθμεύει» κάποια κομμάτια των υπεραξιών, που εμπεριέχει, σε κομβικά χρηματιστηριακά σημεία, όπως το αποθεματικό τραπεζών και ασφαλειών. Όπως γνωρίζουμε οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και λοιπά χρηματιστηριακά επιχειρηματικά σχήματα διαχειρίζονται κυρίως ξένα κεφάλαια.

Η λειτουργία τους βασίζεται στο ότι πιστώνουν με μεγαλύτερο επιτόκιο, από αυτό που πιστώνονται και έτσι προκύπτει το κέρδος.


Ωστόσο, τόσο από τον νόμο, όσο και από τις λειτουργικές ανάγκες διατηρούν ένα «ανενεργό» (ή μερικώς ανενεργό) κεφάλαιο, το αποθεματικό. Το κεφάλαιο αυτό προορίζεται για να αντιμετωπίσει τις δυσλειτουργίες της αγοράς. Με λίγα λόγια, λεφτά που κερδήθηκαν αερητζήδικα, μετά από τις περίπλοκες χρηματιστηριακές διαδρομές τους καταλήγουν ως αποθεματικά, δηλαδή τα κεφάλαια, που «ασφαλίζουν» το συναλλακτικό σύστημα.

Υπάρχει ποτέ περίπτωση η «υπεραξία», δηλαδή ο αέρας ο κοπανιστός, αφού περιδιαβεί ομόλογα, μετοχές, ράβδους χρυσού (αρπάζοντας και από εκεί «υπεραξία») να γίνει πραγματική ασφάλεια των συναλλαγών και των αξιών, αν τα πράγματα εξοκείλουν από την ρότα, στην οποία δρομολογήθηκαν; Αυτή η ρότα, ήταν η ρότα που δεν συμπεριελάμβανε κανένα κόστος περιβαλλοντικής αποκατάστασης.

Το σύστημα μέχρι τώρα έδειχνε, ότι όχι μόνο μπορούσε να αφομοιώνει τις φούσκες, αλλά οι ίδιες αυτές οι φούσκες γίνονταν κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη του.

Π.χ. κάποιος, ας τον πούμε Ωνάση, αγόρασε ένα γέρικο πλοίο, που καινούργιο θα έκανε 30.000.000, αλλά ως γέρικο έκανε 2.000.000 και εκείνος ως άριστος φουσκωτής (αλλά και ξεφουσκωτής των αξιών των άλλων) το αγόρασε με 1.000.000. Έριξε άλλο 1.000.000 το έβαψε, το σινιάρισε, να φαίνεται καινούργιο και το έβαλε σε δρομολόγια. Το πλοίο είτε τριάντα εκατομμύρια κόστιζε, είτε δύο, τα ίδια σχεδόν οικονομικά αποτελέσματα θα έφερνε, αλλά πολύ πιο γρήγορη απόσβεση. Ο Ωνάσης λοιπόν κοστολόγησε το δήθεν αναβαθμισμένο πλοίο του στα 20.000.000 και η ασφαλιστική εταιρεία προσδοκώντας στο μεγάλο ασφάλιστρο και με την σιγουριά της αντασφάλισης ασφαλίζει με υψηλό ασφάλιστρο (ας πούμε) 2% δηλαδή 400.000 τον χρόνο. Αν ο εύλογος χρόνος απόσβεσης ενός καινούργιου πλοίου είναι 30 χρόνια, αποδίδει στον ιδιοκτήτη του (με καλή διαχείριση) ποσό απόσβεσης 1.000.000 και (ας πούμε) απόδοση κεφαλαίου 5% δηλαδή άλλο 1.500.000. Αν αφαιρέσουμε από αυτά τα (υψηλά) ασφάλιστρα, σε πέντε χρόνια ο Ωνάσης θα έχει βγάλει 10.000.000! Αν (το σαπιοκάραβο πλέον) πάει στον πάτο, ο Ωνάσης μαζί με τα λεφτά της ασφάλειας θα αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο πλοίο. Από μία φαινομενική απόδοση κεφαλαίου 5% έχουμε πραγματική απόδοση 280% !! [ Και μάλιστα με την σπατάλη να πετάξουμε την πραγματική αξία του παλιοσίδερου στην θάλασσα.) Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απόδοσης είναι η ζημία ασφαλιστών και αντασφαλιστών, η ζημιά αυτή όμως με χρηματιστηριακά κόλπα θα διαχυθεί στην αγορά.

Γνωρίζουμε βέβαια, ότι στην τελική, Ωνάσης δεν λέγεται μόνο ο εφοπλιστής· Ωνάσης λέγεται και ο ασφαλιστής και ο τραπεζίτης και ο ναυπηγός και ο έμπορος και ο μεταποιητής. Εν ολίγοις, η χασούρα του Ωνάση στην ασφάλιση, αντισταθμίζεται και αποφέρει κέρδος στην ναυτιλία, στο εμπόριο, στην ναυπηγική κ.λ.π. Ακόμη όμως και αν δεν είχε όλα τα άλλα οφέλη, ακόμη και αν δεν μπορούσε να μετακυλίσει την χασούρα στις πλάτες άλλων, ακόμη και αν ήταν ο ίδιος ασφαλιστής του εαυτού του και δεν είχε αντασφαλιστεί πουθενά (τρελές υποθέσεις δηλαδή) η ασφαλιστική χασούρα θα ήταν 18.000.000. Δηλαδή και πάλι θα είχε πραγματική απόδοση 100% ετησίως.

Να λοιπόν, πως οι φούσκες κινούσαν τελικά την οικονομία.

Αυτός ήταν ο λόγος που πραγματικές ζημιές (όπως το να πάνε στον πάτο τα παλιοσίδερα και όχι να ανακυκλωθούν) απέφεραν τεράστια οικονομικά οφέλη.

Το σύστημα λοιπόν θα μπορούσε να αποσοβήσει με ευκολία, ή δυσκολία, μικρούς, ή μεγάλους κραδασμούς, που οφείλονται στο ξαφνικό ξεφούσκωμα «υπεραξιών», που δεν μπορούν άλλο να στηριχτούν, όπως η Lehman Brothers, η Ελληνική οικονομία κ.λ.π. καταγράφοντας μάλιστα και κέρδη για άλλους.

Θεωρητικώς τα πράγματα δεν είναι χειρότερα αυτήν την στιγμή. Κάποιοι όντως καταγράφουν θεωρητικά κέρδη από αυτά τα ναυάγια, μόνο που η περδικούλα όλων των χρηματιστών και οικονομικών μεγαλοπαραγόντων του κόσμου ξέρει, ότι τα θεωρητικά αυτά κέρδη όχι μόνο δεν θα εξαργυρωθούν, αλλά σύντομα όλοι θα καταγράψουν καταστροφικές απώλειες.

Είναι τραγική αφέλεια να αποδίδουμε, αυτό που όλα δείχνουν, ότι είναι μόνο η αρχή, στις οικονομικές συνωμοσίες. Οι συνωμοσίες αυτές είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, στόχος όμως της κάθε μίας από αυτές είναι το καλύτερο πλασάρισμα της κάθε συνωμοτικής ομάδας στην οικονομική σκακιέρα και όχι η κατάρρευση του συστήματος, που τις ταΐζει και οι μεγαλοσυνωμότες, όσο άπληστοι και να είναι, δεν είναι αφελείς. Φυσικά κανείς από αυτούς δεν θα πεί «αφού καταρρέει το σύστημα, ας καταρρεύσω και εγώ». Θα αγωνίζονται (συνωμοτώντας πάντα) για την κυριαρχία τους έστω και πάνω στα συντρίμμια.

Σαν τραγική σύμπτωση και απάντηση στην ανθρώπινη έπαρση, που «νίκησε» την φύση και με διαρκείς σκυλοκαβγάδες μοιραζόταν τα λάφυρα της «ηττημένης», πέφτουν διαδοχικά οι «πληγές εξ ουρανού» και πριν προλάβει το σύστημα, να συνέλθει από την μία, έρχεται η επόμενη (μεγαλύτερη) κατραπακιά.

Α) οι κλιματικές, βιολογικές και χημικές αλλαγές δημιουργούν διατροφικό έλλειμμα και σταδιακή κατάρρευση του συστήματος γεωργικών ασφαλίσεων.
Β) η ανεπάρκεια της αγροτικής παραγωγής, ή έλλειψη πόσιμου καθαρού νερού και οι συνέπειες της ανόδου της στάθμης της θάλασσας οδηγούν σε πρώτη φάση εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση, σε ταραχές και πολέμους (ανεξέλεγκτους πλέον) και μέσω αλυσιδωτών αντιδράσεων και αλληλεπιδράσεων σε καταλυτική μείωση των πάσης φύσεως «αποθεματικών». (όχι μόνο των χρηματιστηριακών)
Γ) ο εγκλωβισμός των προηγμένων κοινωνιών στο μοτίβο της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής (και άρα ικανοποίησης των αυξανόμενων πραγματικών και τεχνητών αναγκών), ενώ οι ίδιες ασχολούνται κυρίως με ευγενή επαγγέλματα, προσκρούει στην σημερινή πραγματικότητα του περιβαλλοντικού κόστους. Το κόστος αυτό προς το παρόν κάνει δειλά την εμφάνιση του (με την αυξημένη τιμή των οικολογικών προϊόντων, την εξαγορά ρύπων, τις αποζημιώσεις και ψευτοαποκαταστάσεις περιβαλλοντικών καταστροφών, κόστος προληπτικών μέτρων κ.λ.π.), αλλά και αυτό το μικρό (προς το παρόν) κόστος η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να το σηκώσει, πολύ περισσότερο που αυξάνεται γεωμετρικά (και θα συνεχίσει) γιατί τα ψευτομέτρα δεν αποδίδουν.

Αυτές οι προοπτικές δημιουργούν χρηματιστηριακό πανικό με απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Δεν ξέρω αν η «τοξικότητα» των χαρτιών της Lehman Brothers είχε άμεση σχέση με το περιβαλλοντικό κόστος, είμαι πεπεισμένος όμως, ότι κάποια έμμεση αναγωγή σε αυτό θα υπήρχε (όπως βέβαια και σαθρές και φουσκωμένες με υπεραξίες οικονομίες, όπως η Ελληνική).

Βέβαια η κρίση της Ελληνικής οικονομίας έχει να κάνει περισσότερο με την γραφειοκρατική δομή της και την αερητζήδικη διόγκωση των αξιών που την συνθέτουν και πολύ λιγότερο με το περιβαλλοντικό κόστος.

Όμως δεν νοσεί μόνον η Ελληνική οικονομία·

νοσεί η παγκόσμια οικονομία, η οποία λίγο έως πολύ έχει τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής, ίσως όχι με την Ελληνική υπερβολή και το Ελληνικό ταπεραμέντο στην κουτοπονηριά, αλλά στην ουσία παντού τα ίδια συμβαίνουν. Το περιβαλλοντικό κόστος (που τόσο πολύ αιφνιδίασε τους ιθύνοντες «νόες» ) είναι απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι· και μόλις διαπιστώσαμε, ότι το ποτήρι ξεχείλισε, βλέπουμε (με τρόμο) ότι η σταγόνα που το ξεχείλισε, έχει ήδη γίνει ορμητικός χείμαρρος και διαρκώς γιγαντώνεται.

Επειδή πολλοί θέλουν να συνεχίσουν το παραμύθι των συνωμοσιών* (ότι αυτές δηλαδή μας έφεραν σε αυτό το σημείο και όχι τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος και η εισαγωγή του περιβαλλοντικού κόστους) ας δούμε την συνέχεια του παραδείγματος του Ωνάση.

Ας πούμε, ότι το πλοίο ήταν τανκεράκι.
Α) Για να φτιάξει σήμερα ένα ίσου μεγέθους πλοίο με διπλά τοιχώματα και άλλα μέτρα ασφαλείας δεν του φτάνουν πλέον τα τριάντα εκατομμύρια, αλλά χρειάζεται τριανταπέντε.
Β) Ένα ίσου μεγέθους πλοίο (αλλά μεγαλύτερης αξίας) θα φορτώνει τελικά 5- 10 % λιγότερο φορτίο λόγω διπλών τοιχωμάτων, αλλά θα έχει τα ίδια λειτουργικά έξοδα. Συνεπώς το άθροισμα ποσού απόσβεσης και καθαρού κέρδους δεν θα είναι 2.500.000 τον χρόνο (αφού έχουμε μικρότερη είσπραξη, αλλά τα ίδια λειτουργικά έξοδα)· ως ποσοστό επί του κεφαλαίου δε, είναι ακόμη μικρότερο, γιατί το απαιτούμενο κεφάλαιο είναι 35 εκατομμύρια και όχι 30.
Γ) Πλέον δεν είναι αποδεκτή η «αναβάθμιση» ενός γέρικου πλοίου (ούτε η καταβύθιση πολύτιμου παλιοσίδερου).
Συνεπώς ο τρόπος «ξεκινάμε με δύο εκατομμύρια (και ένα σαπιοκάραβο) και σε 5-6 χρόνια βγάζουμε καινούργιο» καταργείται. Άλλη μια φούσκα, που στήριζε την ανάπτυξη της οικονομίας (αδιαφορώντας για το περιβάλλον) που ξεφούσκωσε απότομα για περιβαλλοντικούς λόγους.

Θα μπορούσα να προσθέσω πάρα πολλά παραδείγματα, όπου τα τελευταία χρόνια υπεισήλθε απαγορευτική περιβαλλοντική παράμετρος στην οικονομία, ενώ η τάση (και σωστά) είναι να μεγαλώσει το αντίτιμο για το περιβαλλοντικό κόστος κάθε δραστηριότητας, καθώς και τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας.

Εκτός από όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα, η χρηματιστηριακή οικονομία λογαριάζει και όσα (πολύ μεγαλύτερα) θα συμβούν και αντιδρά με πανικό, ο οποίος επιταχύνει τις αρνητικές εξελίξεις. Όπως η «δημιουργία» υπεραξιών βασίζεται σε προσδοκίες για μελλοντικά κέρδη, έτσι και η κατάρρευση υπεραξιών και «αξιών» επέρχεται (νωρίτερα από ότι θα «έπρεπε») λόγω της πρόβλεψης των μελλοντικών καταστροφών. Αυτός πιστεύω, ότι είναι ο λόγος, που το χρηματιστηριακό κράχ προηγείται του οικολογικού, σαν τον εκκωφαντικό κρότο, που προηγείται του πυροκλαστικού κύματος. Έχουμε χρόνο να αποτρέψουμε την καταστροφή, ή να οχυρωθούμε κάπως;
Δεν ξέρω, αλλά δεν πρέπει να προσπαθήσουμε;

* Οι καταχθόνιοι συνωμότες, που εφευρίσκουν λίπη ακόμη και στις ισχνές αγελάδες, έβαλαν ως στόχο του χρηματιστηριακού τους τζόγου την παραπαίουσα οικονομία μας με προσδοκία τρελών αποδόσεων, που θα έκαναν και τον Ωνάση, να κρύβεται από την ντροπή του και κάθε τόσο μας «τορπιλίζουν» με άρθρα, υποβαθμίσεις κ.λ.π..
Σε τι λένε ψέματα αυτά τα άρθρα και οι αξιολογήσεις;
Μόνο στην χρονική στιγμή της κατάρρευσης λένε ψέματα και ίσως πρόκειται για σωτήριο ψεύδος, αν μας ταρακουνήσει.

Ποιος θα πληρώσει τις τρελές αποδώσεις των CDS αν φαλιρίσουμε;

Φυσικά όχι εμείς, αφού θα έχουμε φαλιρίσει και (κυρίως) επειδή δεν κάνουμε εμείς αυτά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Ποιος θα πληρώσει τα κέρδη των CDSούχων λοιπόν;
Άλλοι κεφαλαιούχοι μεγαλύτεροι από αυτούς, οι οποίοι, κατά την γνώμη των συνωμοσιολόγων, υποσκάπτουν την Ελληνική οικονομία.
Γιατί;
Για να πληρώνουν τα CDS, ενώ αν διαψεύδονταν οι τζογαδόροι, θα τους τα έπαιρναν χοντρά;
Οποιος λέει την αλήθεια (γιατί γι αυτό πληρώνεται από τους χρηματιστές και τους κεφαλαιούχους) υποσκάπτει την Ελλάδα;
Άλλαξε μορφή η οικονομία μας;
Ακόμα τις (γραφειοκρατικές) κουμπάρες δεν παίζουμε;
Από πoύ κι ως που να μας αξιολογήσουν αλλιώς;
Από την αξιοπιστία της κυβέρνησης, ή της αντιπολίτευσης;
Σημείωση άνευ σημασίας για τους συνωμοσιολόγους:

Για την έκδοση των CDS δεν προβλέπεται καν αποθεματικό·

δηλαδή αν «κερδίσουν» οι τζογαδόροι θα τα πάρουν …

(συνεχίζεται...)

Παναγιώτης Θ. Ρέππας


πηγη ramnousia