Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Ιστορίες απ’ το μαντρί του Μήτρου (21ο)

-Μπούνε τζούε*, λέει ο βλάχος όταν μπήκε στην αυλή,
του τραγιού όλ’ η τρίχα του σηκώθκη απ’ το κορμί.
-Κουμ χίι;* Ρωτάει το Μήτρο κι ένα βέλασμα πετά
με ορμή τρέχει στις στρούγκες και στη στάνη σταματά  
Ιστορίες απ’ το μαντρί του Μήτρου (21ο)
Αργιθεάτικος επίλογος – Αποχαιρετισμός και μετανάστευση  
Καλοκαιρινό βουκολικό ευθυμογράφημα
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ, ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΤΡΙΚΑΛΩΝ 
Πέρασαν ίσαμε 20 χρόνια από τότε που ο Μήτρος, μικρός κτηνοτρόφος χωμένος στα βουνά της Αργιθέας (περιοχή Καρδίτσας), διατηρεί και επεκτείνει το μαντρί του πατέρα του, που εκείνος το είχε απ’ τον παππού του Μήτρου, γενιές ολόκληρες, απ’ την τουρκιά ακόμη. Πάντα κρατούσαν κάποια τραγιά για «έχος» μέχρι που πέθαιναν στο μαντρί από γερατειά και ποτέ στο χασάπη. Έτσι κρατούσε ο Μήτρος κάμποσα παλιά τραγιά, γίδες και προβάτες που του πληθαίνουν το μαντρί του. Ανάμεσα και ένα τραγί βαρβάτο (αφέντης στη στάνη) που πάντα δημιουργεί προβλήματα στα σχέδια του Μήτρου.
Για τους φίλους αναγνώστες-χρήστες που δεν παρακολούθησαν τα 20 επεισόδια, αναφέρεται πως το μαντρί του Μήτρου, είναι εκσυγχρονισμένο από κάθε άποψη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Από τηλέφωνο, ράδιο, τηλεόραση, διαδίκτυο, φωτογραφικές μηχανές, κάμερες, ασύρματα και κινητά τηλέφωνα, δορυφορικό, υπολογιστές και Ραδιοφωνικό Σταθμό «Ράδιο FM 2000 Μήτρος!»
«Εεε!, μπεεε! Εδώ ράδγιο, Μήτρος! Εδώ το ράδγιο, Μήτρου!
Εκφωνητής και ισόβιος ο τράγος άνευ φίλτρου,
σας ομιλούμε στις γνωστές συχνότητες κυμάτων
κλεφταράδων ομολόγων των μεγάλων κομμάτων…»
Όλα αυτά τα μέσα μέχρι τα πιο σύγχρονα κινητά τηλέφωνα-κομπιούτερ, τα χρησιμοποιούν άριστα ο Μήτρος, η Δέσπω-σύζυγος του Μήτρου και ο τράγος.
          Μέσα σε μια 20ετία έντονων αντιπαραθέσεων, ο Μήτρος με τον τράγο έζησαν πολλά πολιτικά συμβάντα, μύριους και ατέλειωτους καβγάδες και στο κορμί του Μήτρου ο τράγος έχει αφήσει τα κερατοτυπώματά του. «Πράσινος» πασόκος έλεγε πως ήτανε ο Μήτρος, κουκούδι δήλωνε ο τράγος διατηρώντας τις διαφορές του με το κόμμα. Τα παιδιά του, δέκα του είχε τάξει η γυναίκα του, η Δέσπω, δέκα του έκανε, έντεκα τα έβγαζε ο Μήτρος, αντιδρούσε η Δέσπω, παρέμβαινε ο τράγος υποστηρίζοντάς της και η Δέσπω χαμογελούσε κρυφά όταν ο τράγος την αποκαλούσε και κουνέλα, δίνοντας τέλος σε κείνο τον καβγά:
                                                            01                                                      
«Σώπα βρε, αχαΐρευτε, ιντερνοπαθιασμένε
που βάλθηκες στη στάνη μας όλους να μας τρελάνεις         
και την κυρά σου έκανες συνένοχο, στριμμένε             
και τις προβάτες στο μαντρί θέλεις να τις μουρλάνεις.
                                                            02
            «Μπεεε! Κυρά-Δέσπω κάνε μπεεε! Ρίξτον και μια κουτουλιά
στον κούτ’κα, τον ψυχάρρωστο, να του ’ρθει αφανταλιά
απού μας τρέλανε, μαθές, ομάδα να μας φτιάξει,
το σκλι αμόλα, Δέσπω μου κι άφκετον να πλαντάξει.
                                                03
Εϊ χαα! Καλή μου κούνελα! Ποιος τάχα δεν τον ξέρει;
Μήτε γαϊδούρι και τραγί σε τούτα δω τα μέρη,
λόγος καλός δε θα βρεθεί και συφορά θα πάθεις,
πλάλι τσι στάνες, ρώτα τες, το Μήτρο σου να μάθεις.
                                                04
Και αν σου τύχει, Δέσπω μου, βοσκό να συναντήσεις
δάγκω τη γλώσσα, φάε την, κρύψου και μη γυρίσεις
μια χούφτα μείναν στα μαντριά, οι πιότεροι έχουν φύγει
η ερημιά μας στα χωριά άπλωσε και μας πνίγει.
                                                05
Μπεεεε! Κάθε φορά που σκέφτομαι, μου σκώνεται η τρίχα
για τούτη την κατάσταση, σαν αρχηγός απείχα
το Μήτρο που μπαινόβγαινε σε κόμματα και λέσχες
           γερά να τον αδράξουνε, Μήτρο μου, Πόθεν έσχες;

          Μέσα σε αυτά τα χρόνια, στο μαντρί του Μήτρου στα βουνά της όμορφης Αργιθέας, με τις διάφορες δυσοίωνες αλλαγές στην Ελλάδα αλλά και τις εγκληματικές στην «Εγρώπη»…,(όπως την αποκαλεί ο τράγος αλλά και τους ευρωπαίους τους έχει κοντύνει και τους αποκαλεί «παίους…,») το μαντρί του Μήτρου έχει υποστεί και αυτό αλλαγές, ιδιαίτερα με τους Αλβανούς τσοπαναραίους, οι οποίοι τώρα τελευταία για πολλούς λόγους τον παρατούν και φεύγουν. Στη συνέχεια αν και υπάρχει πληθώρα από μετανάστες και πρόσφυγες, ο Μήτρος προτίμησε να προσλάβει συμπατριώτες, δεξιούς, κατά την άποψη του τράγου, μητσοτακικούς, οι οποίοι πρόβαλαν πολλές απαιτήσεις και δημιουργούσαν πολλές φασαρίες. Ένας τον έδειρε καλά, ίσα που δεν τον έστειλε στο Νοσοκομείο. Τον κυνηγούσε η Δέσπω, αλλά μάταια. Κι ένας άλλος τον είπε βαριές κουβέντες και η φήμη του άρχισε να πέφτει: 
                                                          06
            Και να μια μέρα που κόντευε απ’ το κακό να σκάσει
            φύσαγε ο Μήτρος κι έβριζε πως όλα τα ’χει χάσει,
            ο τράγος τον πλησίασε, ώρα να του τα ψάλει
            και να του πει ωμά κοφτά, πως έχασε στην πάλη.
                                                            07
            Με σαρκασμό του θύμισε πως ήταν ακαμάτης,
            υποκριτής και ψεύταρος, τρανός  ανοιχτομάτης  
            μα οι Αλβανοί του δείξανε πως ήταν και στριμμένος
            και ρετσινιές του κόλλησαν πως ήταν λερωμένος.
                                                            08
            Έτσι λοιπόν, του ’χανε πει, τις σχέσεις τους να δούνε 
            για τη σκληρή τους τη δουλειά να διαπραγματευτούνε
            αλλιώς…, «πάνε εσύ αφέντη μας τα πράτα στη βοσκή
            και στο μαντρί όταν γυρνάς να ψάχνεις για φαί».
                                                            09
            -Μήτρο μου! Πάντα στα ’λεγα, τους Αλβανούς μη διώχνεις
            μα εσύ ήσουν σκληρόπικρος, στεγνός εργατοδιώχτης. 
            Ακόμα με τους φίλους σου την πάτησες αγρίως,
           και δίκιο έχουν όταν σου λεν πως είσαι και αχρείος
                                                            10
            Ποιος δεν σε ξέρει, Μήτρακλα, τ’ είδους κουμάσι είσαι;
            Στραβόξυλο που χώνεψες και ψεύτικα μυείσαι 
            και καιροσκόπος έγινες, μα απότυχες οικτρά
            ακόμα και το κόμμα σου στα βρόντηξε γερά.
                                                            11
            Τώρα σκέψου πιο ήρεμα, στράβωσες, δε σου πάει
            τους τσαμπουκάδες ξέχνα τους και το κορμί λυγάει
            σε άλλον τόπο, Μήτρο μου, να δείχνεις τον αφέντη 
            εκεί οι μπαστουνόβλαχοι σε θέλουνε λεβέντη…

          Ήταν μια μέρα στην καρδιά του καλοκαιριού. Μέρα που τράνευε και τα βουνά της Αργιθέας είχαν φουντώσει στο πράσινο. Ήταν μια μέρα σημαδιακή για το Μήτρο και ό, τι ζωντανό και άψυχο υπήρχε στη στάνη. Μια εσωτερική μετανάστευση βρισκόταν προ των πυλών. Ο Μήτρος τα ’χε κανονίσει όλα άριστα χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας. Βέβαια ο τράγος είχε κάποιες αμφιβολίες, αλλά τις άφηνε προς το παρόν. Ήρθε λοιπόν ένας αρχοντόβλαχος, μακρινός συγγενής του Μήτρου στη στάνη και κουβέντα στην κουβέντα ο Μήτρος ξεδιπλώθηκε και αναφέρθηκε σε όλα τα προβλήματα, ιδιαίτερα με το προσωπικό που δεν σταύρωνε πλέον. Έρχονταν για δουλειά και σε λίγες μέρες τον παρατούσαν και έφευγαν. Ήταν η μέρα που θα παίρνονταν τελεσίδικες αποφάσεις και αμέσως θα προγραμμάτιζαν το ξήλωμα της στάνης. Στα μουλάρια θα φορτώνονταν τα ζώα σε ομάδες, θα κατέβαιναν από τις πλαγιές στον κάμπο και από εκεί θα φορτώνονταν για τα ορεινά χωριά του Ασπροποτάμου
            Τι περιοχή και αυτή! Τη γοητεία! Τι ομορφάδα και κάλλος! Ο Μήτρος φρόντισε η υποδοχή να είναι ανάλογη για έναν αρχοντόβλαχο Ασπροποταμίσιου μεγέθους και συγγενής, τρίτος ξάδελφος του μακαρίτη πατέρα του. Καλεσμένοι και ορισμένοι συνάδελφοι που ήθελαν τη στάνη του και ο διάδρομος που θα περπατούσε ο γιδοχάφτης, έτσι τον είχε χαρακτηρίσει ο τράγος, στρωμένος με κόκκινο. Ο τράγος, εκπληρώνοντας μια τελευταία επιθυμία του Μήτρου προς τιμή του μπάρμπα του, παράταξε τα τραγιά στην αυλή σε δυο σειρές σαν στρατός αφήνοντας τον κόκκινο διάδρομο ανοιχτό που οδηγούνε μέσα στη στάνη, σ’ ένα επίσης στρωμένο τραπέζι με ελληνικά χρώματα και μικρόφωνα και η μουσική υπόκρουση με Δημοτικά τραγούδια έτοιμη.
            Όπως κάθε φορά που θα ερχόταν κάποιος στη στάνη έτσι και αυτή τη φορά τα σκυλιά του Μήτρου, το γομάρι και το μουλάρι ήρθαν κοντά στον τράγο, στην είσοδο της στάνης και στην απέναντι μεριά στάθηκαν μερικά κριάρια με πολύ μεγάλα κέρατα και αχαμνά, τραγιά-αρχηγοί άλλων μαντριών. 
            Εκεί ήταν ο «Σιούτος», ακέρατο τον έλεγε ο τράγος, αυτός που δεν έχει κέρατα. Ο «Κανούτος» με χρώμα καφετί και μεγάλο κεφάλι. Ο κοντόχοντρος «Μπάκος». Ο «Κουτσουκέρης» με ένα κέρατο και πολύ επικίνδυνος και δυο κατσίκες, η «Μαρίκα», κάτασπρη, με μεγάλα μαστάρια, γαλακτερή, με μυτερά κέρατα που στον ήλιο γυάλιζαν και πολύ χρησιμοποιημένα και η «Παρδάλω» μεγαλόσωμη, παρδαλή, επίσης γαλακτερή και τα κεχριμπαρένια κέρατά της -και με λύκο τα ’βαζε - αποτελούσαν το οπλοστάσιό της.
            Μεγάφωνα σε όλες τις μεριές γύρω από τη στάνη, καλεσμένοι κάμποσοι τσοπαναραίοι από τα γύρω χωριά…, «δεξιά απονέρια τους έλεγε ο τράγος…,» το σύνθημα υποδοχής το έδωσε ο τράγος και η στάνη σείστηκε από τα παρατεταμένα βελάσματά τους:
                                                            12
-Μπούνε τζούε*, λέει ο βλάχος όταν μπήκε στην αυλή,
του τραγιού όλ’ η τρίχα του σηκώθκη απ’ το κορμί.
-Κουμ χίι;* Ρωτάει το Μήτρο κι ένα βέλασμα πετά
με ορμή τρέχει στις στρούγκες και στη στάνη σταματά.
13
Καλωσόρισμα θυμίζει ή και με αφορισμό, 
τι χαλεύει ένας βλάχος σ’ Αγραφιώτικο χωριό;
Την ουρά κουνά ο τράγος και το «μπεεε!» του αντηχεί 
και τις γίδες του προστάζει να καθίσουν προσοχή.
14
Τι στον κόρακα γυρεύει ένας βλάχος στο μαντρί;
Και θυμήθηκε τη ράτσα, βλάχικη και αυστηρή
του παππού του το σινάφι από κει ήταν ψηλά
και ο τράγος τον προσέχει, πώς τα βλάχικα μιλά.
15
-Αχ! Βρε Μήτρο που τον βρήκες, μας μυρίζει σαν κερί  
στις μουστάκες σαν τσιγκέλια να κρεμούνε το τυρί, 
αλλά, γίδες μου, νού σστίου*, μπορεί να βγει σε καλό,
και στου Μήτρου μας τα νάζια να του βάλει το μυαλό.
16 
-Χε! Χε! Κάνει ο βλάχος κι όλο στρίβει τις μουστάκες, 
τραγιά, μπλάρια και σκλιά, έτοιμα για ατάκες.
Χμ! Απ’ ότ’ γλέπω, ανεψέ μ’, τίποτας δε σου λείπει
κι οι γίδες σου ζουγραφιστές σαν λουλουδένιοι κήποι.
17
Γαλακτερές κι ασήκουτα μαστάρια ναπού γάλα
και τα τραγιά σ’ ωρ’ Μήτρο μ’ μη βασκαθούν μια στάλα
κι η μούλαρος που με τηρά μουναδικός στα πλάτια
πέρ’ απ’ τη δ’κή μας τη μεριά, μην το λαβώσουν μάθια.
 18
Αϊ, αϊ, ανεψέ, τέτοια βιός δε βρίσκουνται πθηνά
μηδέ μαντριά, όι, όι, μανούλα μ, αστρουνομικά! 
Πω! Πω! Τι γλέπω ανεψέ, τη στάνη είν’ αυτή!
Κομπιούτα, τάβλες ασημί κι αυτόματουν ομιλητή! 
19
Κι εσύ μι κάν’τς παράπουνα δεν έχσ’ προσωπικό   
μα κει σιαπάν όταν θα ’ρθείς θα βρεις πιο βολικό
κι απ’ αλβανό και απού γκρεκό που κλέβουν πιο πολύ
μέχρις να το χωνέψεις, άιιιι! Ούιιιι! Πέταξε το πουλί.

Χειροκροτήματα βούιξαν στη στάνη και στη γύρω περιοχή και όσα μαντριά είχαν ραδιόφωνο άκουγαν την αναμετάδοση από το «Ράδιο FM 2000 Μήτρος», ο οποίος άρχιζε το πρόγραμμά του με ένα κάθε φορά διαφοροποιημένο μότο:
20
«Εεε!, μπεεε! Εδώ Ράδγιο, Μήτρος! Εδώ φεμέ δυο χιλιάρκα!
Δω κανάλια εφέ και μπήχτος! Τσακ! Πομπή, αλλά Μήτρος!
Εν δυο, τ’ ακούσατ’ εν και δυο, τραγιά, γίδια και αρνιά,
κι αστέρας πομπεύει σωστά, τούρκων φτάνει μπαταριά»

Ανάλογα την περίσταση, ο εκφωνητής διέκοπτε τη ροή του προγράμματος για να σχολιάσει πότε το Μήτρο, πότε κάνα μουσαφίρη, πότε την επικαιρότητα και άλλοτε να αναγγείλει κάποια τοπική είδηση από τα μαντριά της περιοχής. Έτσι και αυτή τη φορά, αφού καταχειροκροτήθηκε ο βλάχος, κατέβηκε από το βήμα και πριν προλάβει να ανέβει ο Μήτρος, ο τράγος βρίσκονταν κιόλας μπροστά στο μικρόφωνο:
21
-Εεεει! Προσοχή! Αϊ, χούι, εδώ εφέ, εκ Μήτρου βίο,
μεταδίνουμε έκτακτο μουσαφιριών δελτίο
εδώ κανάλια εφέ και... τσακ! Πομπή, περί βλαχίων
γέροντας ασπροποταμιός μας έφερε λαχείο.
22
Μετάδοση κυμάτων από μεσαίων και ασυρμάτων       
και συχνοτήτων κόκκινων, μπλε-πράσινων κομμάτων.           
Ούντρα λάμα κι όλα διάνα του Μήτρου ζωντανά,
τον τόπο τους αφήνουνε, να παν στην ξενιτιά.
23
Εκ μέρους όλων των γιδιών, προβάτων και μαντριών
το βλάχο μουσαφίρη μας θερμά να ευχαριστήσω
που τίμησε τη στάνη μας σαν μέλος των βλαχών 
και τσι καλές κουβέντες του δε θα τσι αστοχήσω.
24
Εμείς μπάρμπα-βλάχε μου εδώ, καλά περάσαμε
πότε με γέλια και με χαρές, τήρα, γεράσαμε!
Για ούλες τσ’  αναναποδιές μπροστά τα κέρατά μας
του Μήτρου μας να φλάγουμε και τα υπάρχοντά μας.
25
Κουβέντα δεν αλλάξαμε μήτε και την καρδιά μας
ποτέ δεν τη χαλάσαμε, ζήσαμε τη χαρά μας
του Μήτρου μας τ’ αφέντη μας τον πιο καλό μας κύρη,
στη στάνη μας τον είχαμε, άξιο νοικοκύρη.
26
Μία βοή ξεχύθηκε στα λόγια που είπε ο τράγος
κι η στάνη σείστηκε με μιας, αβάσταχτο το άλγος
τα γίδια απορήσανε, στου τράγου τα ψεγάδια,
ακούς εκεί, τον Μήτρακλα, να του κερνάει χάδια.
27
Πρώτος ο μονοκέρατος τον τσίγκλησε στα σκέλια
κι ο τράγος γαργαλήθηκε και έβαλε τα γέλια.
Κι από την άλλη τη μεριά πλησίασε ο «Κανούτος»,
κι ο «Κουτσοκέρης» άγριος, μαζί του και ο «Σιούτος»
28
-Μπιαααά! Τραί τρανό σι κάναμε, αφέντη στου μαντρί μας 
κι ούλα τα χρόνια δίπλα σου, σ’ είχαμε για κεντρί μας        
και τσίμπαγες του Μήτρου μας κι έπιανε τσι πλαγιές
και κόσιευε αλαφιάζοντας πα τσι βουνοκουρφές.    
                                                29
Η διάουλος στα λοϊκά σ’ μπήκε, σ’ έχει τρελάνει,
λέει ο «Μπάκος» με οργή, κι έγινε η στάνη χάνι
κι η «Μαρίκα» η στρουμπουλή που κάθονταν πιο πέρα
μ’ ένα μπεεε! διάρκειας στον τράγο δίνει αέρα.
                                                30
Απ’ τις πιστές γιδούλες του τούτη την είχε πρώτη
και τα τραγιά τα διάλεγε δε ζύγωνε ότι κι ότι,
τον τράγο της πλησίασε κοιτώντας τον στα μάτια   
κι εκείνος που ακόμα γέλαγε την έγλειψε με χάδια.
                                                31
Τεντώθηκε και σκώθηκε στα πόδια του τα δυο
άδραξε το μικρόφωνο και δείχνει με αρχηγό. 
Ξερόβηξε μια δυο φορές και άρχισε να μιλάει
και στα τραγιά του ο λόγος του άρχισε να πονάει.
32
Προσοχή! Εδώ Ράδγιο εφέ απ’ του Μήτρου το μαντρί.
Ακούσατε το πρόγραμμά μας με κουδούνι απ’ το καπρί                                                  
διακόπτουμε τη ροή με τον βλάχο απ’ τη βλαχιά
πέρα απ’ του Ασπροποτάμου τα κρουστάλλινα νερά.
33
Προς τιμή του αρχονταρμάνου με τις στάνες τις πολλές
με τα γίδια, με τα πράτα και τις αλβαναρμαθιές 
ας του ευχηθούμε αντάμα μια καλή επιστροφή
με τραγούδια τσ’ Αργιθέας που τραγούδησαν πολλοί.
34  
Δυο κουμπιά πάτησε ο τράγος κι έγινε διακοπή
μα στον έξω κόσμο ακούγαν μουσική δημοτική. 
«Παιδιά του Ασπροπόταμου» δε τ’ ακούει ο αρμάνος*
κι αν τ’ άκουγε κι η στάνη, θα γινόταν δραγουμάνος.
35
Και αυτό το ’χει προβλέψει άκρως διπλωματικά
με το Μήτρο, με τα γίδια, και το βλάχο μουστερή.
-Μπεεε! Κάντε μου γίδες, η χαρά μας να φανεί,
σαν ξεκουμπιστεί ο αρμάνος, το μαντρί μας θα σειστεί…
36
Μήτρο τι σε καρτεράει, σαν ανέβουμε ψηλά 
ό, τι  είχες στο πετσί σου να τα βάλεις στον τορβά
το μαντρί σου αν δε τηράξεις σαν το βλάχο με πυγμή,
Μήτρο θα σου ’ρθει άχρωμη στιγμή, που θα φωνάζεις μη!
37
Ανάθεμα στου Μήτρου μας που έγινε αιτία
τον τόπο μας ν’ αφήσουμε και είναι αμαρτία
τώρα ας χαιρετίσουμε ούλη την Αργιθέα
στις μνήμες να κρατήσουμε ως όμορφη κι ωραία.
38
Αφήνω γεια στη στάνη μας, στα δάση, στα φαράγγια
τσ’ έμορφες αγραφιώτισσες κι ούλα τα παλικάρια
πέρ’ απ’ την άλλη μεριά θα ’μαι και θα αφουγκρέμαι
το τόπο, την πατρίδα μας συχνά θα συλλογιέμαι
39
Αφήνω για προσάναμμα ελπίδα λαβωμένη
μαντριά, βοσκοί και πράματα να είναι μονιασμένοι
θα ’ρθει στιγμή στον τόπο μας, θα ξαναβγεί χορτάρι
φτάνει να θέλουμ’ ούλοι μας να σπείρουμε σιτάρι 
40
Άντε κι εσύ, Δέσπω κυρά, σταμάτησε το κλάμα 
την παναγιά που προσκυνάς, ζήτα της ένα θάμα
η όμορφη πατρίδα μας, μας θέλει μονιασμένους
για να παλέψουμε μαζί εχθρούς κι αφορισμένους….
*                      *                      *                      *                      *
«Αχ Ελλάδα, Ελλαδούλα, τριανταφ’λλιά μ’ και ρούσα,
πέρδικα μ’ θεών μανούλα, σ’ αδειάσανε απ’ ούλα.
Και σ’ αρμέγουνε τα στήθη και σου στύβουν την καρδιά
σε πουλάνε μύθους κι ήθη και σου πνίγουν τη λαλιά
Τη φωνή σου δεν ακούω, μήτε νιώθω τους παλμούς
κι ούλα τα κουδούνια κρούω, για να διώξω τους εχθρούς»
(Επεξηγήσεις: Μπούνε τζούε*=καλημέρα …Κουμ χίι;=Πώς είσαι;.. νού σστίου* =δεν ξέρω
αρμάνος*, βλάχος
Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Ιούλιος 27  2016  pelasgos@fasoulas.de Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.   www.fasoulas.de