Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Γοργογύρι: Κεφαλοπόταμος, στοχασμοί χωρίς τέλος!

(Από τα πέτρινα χρόνια της γερμανικής κατοχής και του απάνθρωπου αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου που μας  σέρβιραν
οι «φίλοι» μας-σύμμαχοι και μας σακάτεψαν).
Στην αδελφή μου που γνώρισα στα 18 χρόνια μου
Πώς μ’ έκανες, αχ! να ’ξερες, τα μάτια μου να κάψουν  

Πώς μ’ έκανες, αχ! να ’ξερες, τα μάτια μου να κάψουν!

Πώς μ’ έκανες, αχ! να ’ξερες, τα μάτια μου να κάψουν!
Φούρνοι ήταν δυο και βούλιαξαν και χάθηκαν στα βάθη
Μέσα στα πλάτη της ζωής είχαν αφανιστεί
Σαν πέτρες που είχαν ξεραθεί, χωρίς βροχής οσμή

Και να που άρχισαν ξανά και τρέχαν μια δροσιά
Πολλά ήταν τα παράπονα, δεν άντεξαν κι αυτά
Βγάζαν φωτιά και ψήνανε διαμάντια αστραφτερά
Άλλα μικρά κι άλλα χοντρά, σου ’βρεχαν την ποδιά

Κι από τα χέρια μου, οι φλέβες χόρευαν σαν τρελές
Σαν ποταμοί που τρέμανε και φούσκωναν κι ήθελαν να χυθούν
Βαθιά στην άργωτη τη γη που έχει μαραθεί
Στη σκοτεινή της αγκαλιά, σταλιά δροσιά να βρει

Δε πρόλαβα να σου το πω, αχ! Και να ’ξερες όταν σε πρωτοείδα!
Σε πέλαγος πνιγόμουνα απ’ τη χαρά και την ανατριχίλα
Μπροστά μου ήσουν, άγγελε, με χέρια ανοιχτά
Κι η αγκαλιά σου φλόγιζε, καημό, λαχτάρα και χαρά

Έτρεμε, θάρρεψα εγώ, απ’ όνειρα γλυκά κι απέραντη αγάπη
Όπου κι εσύ δε χόρτασες της μάνας το φιλί, του αδερφού το χάδι
Άχαρο ήταν και σκληρό που σου ’λαχε να ζήσεις
Στην παιδική σου την καρδιά βαριά ήρθε ομίχλη

Η μοίρα σου ’δωσε μ’ απλοχεριά να πιεις της πίκρας το ποτήρι
Να πιεις, να πιεις να ζαλιστείς, κοντά και να μεθύσεις
Από του χάρου το χορό και την πικρή του γεύση
Σκλάβα πιστή του να γενείς, πνιγμένη στην οδύνη

Δυο φορές, ο αδίσταχτος, σου στέρησε της μάνας αγκαλιά
Μια της δικιάς σου, που ήταν σαν καθάριος ουρανός
Και μια της δικιάς μου, που ήτανε ο λαμπερός ο ήλιος
Που βγαίναν απ’ τα χείλη τους κρίνοι και περιστέρια

Στο στόμα τους χαμόγελα κι οι δυο για αγάπη, για ζωή
Κι άστραφτε απανταχού από χαρά η φύση
Κι αν θες να μάθεις, μάθε το, στο λέω τώρα εγώ
Κι ο ίδιος ο Θεός, εμέθαγε κι αυτός

Μα εγώ ήμουν μικρός, δεν ένιωσα χαμό, κι ας τράνεψα μ’ αυτόν
Αλλά εσύ, εσύ για την πεντάχρονη καρδιά σου, δυο χτυπήματα
Μάτια μου! Στα μάτια σου, που εγώ θωρώ ολότελα δικά μου
Έπεφταν για τα χρόνια σου φαρμάκια ασήκωτα 

Και ποιον, τάχα, να ’βρισκες να μοιραστείς εκείνο το μαράζι;
Άλλοι σηκώνανε τους ώμους υμνώντας το κακό
Κι άλλοι σε περιφρόνησαν, σε είχαν για εχτρό
Κι άλλοι, μ’ ανθρώπου τη μορφή, κουφοί στο κρώξιμό σου

Και από τότε έζησες κι εσύ μ’ ακλόνητη την πίστη
Να ’ρθει μια μέρα να βρεθείς, μαζί κι εγώ κοντά σου
Και να ρουφήξουμε με μιας, σταγόνες που ’χαν μείνει
Και πιο πολύ για μένανε, που ’σβησα ένα μεράκι

Αχ! Και να σ’ έβλεπα, τώρα, ακόμη μια φορά!
Χρόνια περάσανε πολλά, μαύρα, ορφανά, γεράσαμε κι οι δυο
Η νοσταλγία πύρινη, τράνεψε τις ελπίδες, λύνει τα λογικά
Κι όλο φαντάζομαι, για να ξεχνώ, πως βρέθηκα κοντά σου

Μεράκι μου αστείρευτο, σπίθα ζωής, με χέρια ανοιχτά
Πλατιά μου ήταν πεθυμιά, μέσα σου να χωθώ
Και σα σπουργίτι που ’νιωθα αφτέρωτο πως ήμουν
Φτερά να έβγαζα με μιας, ψηλά να φτερουγίσω

Κι όλο πνιγόμουν εκείνες τις στιγμές και ήμουν δεκαοχτώ
Να αγωνιώ, πότε και πώς να συνειδητοποιήσω
Όταν βρέθηκα μέσα στην αγκαλιά σου, είσαι συ, είσαι συ;
Με τρόμο αναρωτιόμουνα, μην κι είχα πλανευτεί

Ένιωσα την ανάπνα σου σα να ’ταν η δικιά μου
Εκείνοι οι χτύποι της καρδιάς, οι πιο βαθιοί μου χτύποι
Ήτανε, ω ναι, ίδιοι με κείνους τους δικούς σου
Και έρχονταν από πολύ βαθιά και τρέμανε σαν φύλλο

Και σε κοιτούσα πώς τρέμανε τα χείλη και μεθούσα
Με τέτοια μέθη που οι άνθρωποι δεν ζήσανε ποτέ
Ακόμα κι η μιλιά σου, που είχε ράγισμα λες κι ήτανε καθρέφτης
Και μέσα απ’ το ράγισμα, άκουγα ένα πελέκι

Που πελεκούσε μυστικά τα μύχια της καρδιάς σου
Κι όλο ράγιζε, έσπαζε ακόμα πιο πολύ, τώρα και η δικιά μου
Μέχρι που σκιάχτηκα και μη μου πέσεις κάτω
Κι άφησα τ’ αγκάλιασμα λίγο να σε τηράξω

Κρίνοι λευκοί και πασχαλιάς, στα ναρκωμένα χείλη
Μου δώσανε αναπνοή στα στήθια μου, που χρόνια είχαν κλείσει
Απ’ το μεράκι της καρδιάς κι ασύχαστο καημό μου
Χρόνια τότε, ίσαμε δεκαοχτώ, που ζήσαμε σ’ ορφάνια και οδύνη

Σαν αετόπουλα τρέξαμε κι οι δυο, πέσαμε στην πυρά  
Και με φτερά τρύπια και φτωχικά, σβήσαμε τη φωτιά
Άφλογη ήταν κι άφανη
Μα ήταν πυρκαγιά

Σαν φύλλα τρέξαμε κι οι δυο, που έσερνε ο βοριάς 
Σκέψου! Αχόρταγος κι αυτός πάντα στο πέρασμά του
Ποτέ για μας δε φύσηξε
Έστω για μια φορά

Και να ’κανε το φύσημα χάδι στοργής κι αγάπης 
Και τη βουή του σαν ευχή, να ’φτιαχνε μελωδία
Για να μπορέσουμε κι εμείς πάλι να ξανανθίσουμε
Και τους καρπούς απ’ την καρδιά όλους να τους χαρίσουμε

Κι όμως σ’ εμάς, μία ζωή, μας κέρναγε τη σκόνη
Κι ήταν πολύ θολή, πικρή, κόβονταν η ανάπνα
Κόντρα εφύσαγε, κορμό να ρίξει καταγής κι όλα τα παρακλάδια
Και ν’ αφήσει απάνω μας, μια άχρωμη θαμπάδα

Μέχρι που πια σταμάτησε, τα ουρλιαχτά και τα πειράγματά του 
Γιατί βαρέθηκε μαθές, βαθιές οι ρίζες μας, δε μπόρεσε να βγάλει
Και μπλέχτηκε παράδοξα μέσα στις αρετές μας
Χάδι πια είναι το φύσημα στ’ άσπρα τα μαλλιά μας

Κι όλο τρέχει, τρέχει, τη στράτα καθαρίζει
Και απ’ τις καρδιές του πόνους μας, θέλει ν’ αφανίσει…

Πώς μ’ έκανες, αχ! να ’ξερες, τα μάτια μου να κάψουν!
Μέρες μου μένουν λιγοστές μέχρι να σ’ ανταμώσω
Αδέρφι, να μου πεις εσύ, και αδερφούλα εγώ
Χρόνους πενήντα, που μετρώ, πίσω να τους γυρίσω
Και με σπαθιά στα χέρια μου τ’ αγκάθια να θερίσω!
(Από το Μυθιστόρημα: «Στ’ αχνάρια της ζωής 2» Φύρτη- φθινόπωρο 1998