Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Τρίκαλα γενέτειρά μου

Σε πλησιάζω γιατί έτσι τάχτηκε· να είσαι εσύ ο μαγνήτης κι εγώ το μέταλλο. «Με έλκεις, ανάθεμά σε, και νομίζω, πολλές φορές, ότι απλώνεται κάτι μπροστά μου που είναι δικό μου, για να δω αμέσως τη γενναιοδωρία σου και τη μεγάλη απλοχεριά της τυραννίας και του σαδισμού σου…»
«…πολλές απ’ αυτές με τον άρχοντα της πόλης γελαστό, καλοσυνάτο και φιλότιμο, καταδεχτικό και πλούσιο με την απλοχεριά του, ντυμένος με τα στολίδια που έδειχναν την καρδιά του, να φτάνει να μοιάζει με τους Θεούς της εποχής, να πίνει τσίπουρο ή να παίζει ντόμινο με τους πολίτες…»

ΤΡΙΚΑΛΑ,  ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ  ΜΟΥ
( α φ ι έ ρ ω σ η )

Θωρώ το πρόσωπό σου, εσένα πόλη,
μέσα από παμπάλαιες και φρέσκες φωτογραφίες
που έχω στα χέρια μου και αγωνίζομαι
από χιλιόμετρα μακριά στην ξενιτιά που ζω
ν’ αγγίξω την καρδιά σου την κλεισμένη
στα τσιμεντένια θηρία,
που κι εδώ ο μοντέρνος ρυθμός της τεχνολογίας
σε αφομοίωσε, όπως το τσιμέντο με το σίδερο.

Σου έμεινε όμως ακόμη μια τρύπα να ζήσεις,
όμορφη πόλη, όμοια σαν κι εκείνη που αφήνουν
ή ξεχνούν να κλείσουν τα μολυβένια σύννεφα
στον ήλιο της άνοιξης

Πετώ με τη σκέψη μου αφήνοντας πίσω μου τη βαριά
μούχλα του Φλεβάρη και φτάνω, πόλη μου, κοντά σου
Όπου κι αν βρεθώ, το πρώτο που αντικρίζω
είναι το βυζαντινό σου κάστρο, το παραμερισμένο
και ξεχασμένο απ’ το πέρασμα των εποχών και των αιώνων
που εξακολουθεί να περνά με το αργό
και τραυματισμένο βήμα του στα περιθώρια
της συνήθειας και της λησμονιάς,
για να κλείσουν κι αυτά κάπου στα στήθια τους
τα λάφυρα της απόγνωσης και της εγκατάλειψης,
απ’ το ανθρώπινο επιβαλλόμενο πάγωμα και την αδιαφορία

Το ψηλό σου ρολόι, το στολίδι σου, έμεινε κι αυτό μόνο,
με την αιώνια σιωπηλή συντροφιά των λίγων γέρικων
πευκόδεντρων που απόμειναν και προσπαθεί
να σε βγάλει με τα χτυπήματά του απ’ το λήθαργό σου,
όπως ο πιστός σκύλος που γαβγίζει, για να ξυπνήσει
το γέρο τσομπάνη απ’ τη βαρεμάρα του·
λύκοι έρχονται, του λέει, μα εκείνος αλλάζει πλευρό
συνεχίζοντας το ροχαλητό του, αντάμα με τις παγωμένες κραυγές τ’ αγέρα

Σαν διαβάτης ξεχασμένος χάθηκα στο λαβύρινθο
της ζωής, όπως χάνονται τα πουλιά στην καταιγίδα
και μέχρι να ξαναβρούν τ’ αχνάρια τους περνάει
η εποχή, βρίσκομαι όμως πάλι κοντά σου
και σε ψαχουλεύω με τους στοχασμούς μου,
σα να ’σαι κομμάτι της ίδιας μου ζωής

Κοιτάζω πίσω όσο μπορώ ρίχνοντας τα μάτια
τής ψυχής μου στον αργό και γιομάτο στοχασμό ποταμό της λήθης σου,
αυτόν που τα καλοκαίρια αργοσβήνει στον
καυτό τρικαλινό κάμπο,
όπως η χύτρα στη φωτιά, για να ξαναγεμίσει
και να υπερχειλίσει τα χινοπώρια και τους χειμώνες,
κατεβάζοντας καμιά φορά, στη μεγάλη ορμή του,
κούτσουρα, ζώα μέχρι και γομάρια, αφρόντιστα
και παρατημένα στο έλεός του

Προσπαθώ να περάσω μέσα στα νερά σου, ποταμέ,
μιας και έφτασα κοντά σου, να περπατήσω μαζί σου,
αντάμα ν’ ακούσουμε τα κελαρύσματά σου
καθώς και κείνα των πολυάριθμων βατράχων
και των σπουργιτιών που παίζουν γύρω σου
και πάνω στις φουντωτές και πανύψηλες λεύκες

Και να, ακούω να μου μιλάς απ’ το αδιαπέραστο χάος των αιώνων
σαν μαγική σειρήνα, γλυκά να κεντρίζεις την ακοή μου,
να μου τρυπάς τα φυλλοκάρδια, εκμηδενίζοντας
και την τελευταία ευαίσθητη τσίπα της ψυχής, μονολογώντας μεράκια,
παράπονα, καημούς, να περνάς σ’ έναν ανείπωτο παραλληλισμό
που μοιάζει τον δικό μου και μέσα σ’ αυτά να μου λες:

«Γλυκιά του Ποσειδώνα κόρη, εσύ Τρίκκη,
Θεά της Υγείας, που τράβηξες με τη γοητεία σου
στα μέρη μας τον Ασκληπιό, τον τρανό γιατρό,
που ξεπέρασε στη μαστοριά και τον πατέρα του Απόλλωνα,
 σου χάρισε ακόμα ένα προικιό:
Το Ασκληπιείο, που «αναπαύεται» ακόμη σήμερα
στη μοναξιά του»

Μου λέει ακόμη, ο Ληθαίος, αυτό το ποταμάκι
που δεν έχασε την ομορφιά του και που είναι
ένα ακόμη πανάκριβο στολίδι της πόλης μου:

«Η δόξα σου μεγάλωσε, μεγάλη κι η ακμή σου,
οι Μακεδόνες κυριαρχούν, Βυζαντινοί, Ρωμαίοι,
Γότθοι, Βουλγάροι, κι άλλοι πολλοί ποθούν
την ομορφιά σου, θέλουν να σ’ αποχτήσουνε,
να ζήσουμε κοντά σου και όπως οι αιώνες προχωρούν,
μαραίνεσαι, πεθαίνεις

Οι Τούρκοι, που σε πήρανε, σε κάνανε κυρά τους,
ψηλό τζαμί σου χτίσανε με μαστοριά και τέχνη,
Σινάν πασά τον λέγανε τον Έλληνα αποστάτη,
που στόλισε όλη την Τουρκιά με όμορφα παλάτια

Τα Τρίκαλα μεγαλούργησαν επί τουρκοκρατίας,
χρυσό μανδύα τα φόρεσαν, γέννησε παλικάρια, 
σοφοί κι άλλοι πνευματικοί βγήκαν απ’ τη σχολή της,
που άφοβα βοήθησαν για την ελευθεριά της
Κάτω απ’ τα μάτια των εχτρών δουλεύανε κρυφά,
του Γένους την Ανάσταση να φέρουνε ταχιά
Δυο φορές γιγαντώθηκαν ενάντια στους Τούρκους,
πολλοί αφανιστήκανε, ποιον να πρωτοαναφέρω; 

Της Τρίκκης Διονύσιο, τον άξιο Ηγέτη ή τον παράτολμο Βλαχάβα;
Κι η επανάσταση φούντωσε, ξεχύθηκε γοργά,
απ’ τ’ Άγραφα και τα Χάσια ως τα βουνά της Πίνδου!
Πολύ αίμα χύθηκε, τσακίστηκαν πολλοί, η Νίκη όμως
έφτασε μια μέρα του Αυγούστου κι η Θεσσαλία
και τα Τρίκαλα ντύθηκαν γιορτινά, της λευτεριάς
το λάβαρο σηκώσανε ψηλά!»        

Αφήνω τον ποταμό με τους παραλληλισμούς του,
την αναφορά και τις φωνές του, καθώς κι εκείνων
των βατράχων, ακούω από μέσα μου φωνές
και απ’ τα μάτια μου περνούν σκιές

Χούφτες οι ντόπιοι, πολλοί οι γύρω καραγκούνηδες,
πιότεροι οι βλάχοι και κουτσόβλαχοι καθώς
και αρβανίτες, χασιώτες και αγραφιώτες,
μαζί έβρασαν στο τρικαλινό καζάνι
δημιουργώντας μια καινούρια μεταπολεμική ακμή,
χωρίς να πάψει ποτέ αυτός ο μικρός τόπος να ζει
στην αναγέννηση και στη μεγαλουργία

Κι ούτε ποτέ έπαψε να μάχεται τα μεταπολεμικά χρόνια
για να φτάσει σε μια άλλη εποχή, μπροστά,
μέσα και μετά απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
γράφοντας στη συνέχεια τις μαύρες τους σελίδες
και κείνος ο ξενοκίνητος εμφύλιος που χάλασε
στους Τρικαλινούς, ό, τι δεν χάλασαν ολόκληρες εποχές,
φτάνοντας έτσι σε μια καινούρια αρχή,
με διακρίσεις, μ’ αφορισμούς, με ξεχωρίσματα
όχι μόνο ανάμεσα σε τάξεις πλούσιων και φτωχών,
αλλά με άλλες χειρότερες, ξεχωρίζοντας
τους ανθρώπους, όπως η βρώμη απ’ το στάρι

Έτσι και ο κάθε ένας «απόχτησε» και την ταυτότητά του,
αυτή που ο «καθαρός» Τρικαλινός επέδειξε και επέβαλε
στους άξεστους και βρώμικους καραγκουνόβλαχους,
στους «γύφτους» των φτωχογειτονιών, σε κάτι λούστρους,
καρεκλάδες, φανοποιούς, ανοιχταρτεσιανάδες και άλλους που,
πρώτοι καθώς άκουσαν το κάλεσμα της πατρίδας,
έδωσαν πιότερα απ’ ό, τι είχαν, για να στολίσει
η πολιτεία, μετά από δεκαετίες, τις πλατείες
με ανδριάντες και να μοιράζεται κρυφά η δόξα,
σαν το χασάπη που τρώει τα καλύτερα

Κοιτώ τον ποταμό με έκσταση, τον παίρνω με τα μάτια της ψυχής μου,
όπως τότε που ήμουνα παιδί και τον ακολουθούσα από κει που έβγαινε
μέχρι εκεί που αγκαλιάζονταν και πνίγονταν στον βαθυστόχαστο Πηνειό

Με παίρνει ο ρομαντισμός και ο στοχασμός
και με βουλιάζει  μες στην αγκαλιά του
Έτσι νιώθω και κοντεύω να πνιγώ
Μα να, φεύγω απ’ τα νερά του και ανεβαίνω, γρήγορα
πετώ, εκεί ψηλά στο Κάστρο,
πάλι να τ’ αγναντέψω κι όλα να τα ψάξω

Ονειροπαρμένος και ερωτευμένος απ’ τη λίγη ομορφιά που του έχει απομείνει,
θαρρώ μοιάζω σωσίβιο μες στον ωκεανό που ακολουθώ ένα πλοίο
να σώσω τους επιβάτες
Δεν ξέρω πού να πρωτοκοιτάξω! Κι όπως  σφυρίζει ο «Καλαμπάκας»
και φέρνει λίγο χιόνι στα παγωμένα μου ρουθούνια,
κοιτώ τη γειτονιά μου που άλλαξε πολύ,
μα να, που εγώ τη βλέπω, όμορφη, καθαρή κι αγνή

Κάτω από τα πόδια μου είναι μια εκκλησιά,
δίπλα ακόμα μια, αριστερά άλλες πέντε-έξι,
εμπρός και δεξιά πολλά καμπαναριά
και κάτω πιο βαθιά το μιναρέ, πνιγμένο στη σιωπή
και μες στη μοναξιά
Είναι απόγιομα, αρχίζει εσπερινός και τα καμπαναριά,
ένα μετά απ’ τ’ άλλο αρχίζουν να χτυπούν τον κόσμο
να καλούν, όπως παλιά, πάλι γλυκά ηχούν

Απλές, γιομάτες απ’ αγάπη εκκλησιές, καλώντας
το μικρό και άκακο λαό να μαζευτεί
κι εκεί μαζί να διατυμπανίσουν χαρές και πανηγύρια
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις γιορτές που διατράνωναν
την παρουσία τους με διάφορες μορφές,
πολλές απ’ αυτές με τον άρχοντα της πόλης γελαστό,
καλοσυνάτο και φιλότιμο, καταδεχτικό και πλούσιο
με την απλοχεριά του, ντυμένος με τα στολίδια
που δείχναν την καρδιά του, να φτάνει να μοιάζει
με τους Θεούς της εποχής, να πίνει τσίπουρο
ή να παίζει ντόμινο με τους πολίτες
κάτω απ’ το ξεπλυμένο λαμπόγυαλο του καφενέ
συζητώντας, καθώς και με  τον γέροντα κάποιας εκκλησιάς,
που στο πρόσωπό του μεγαλουργούσε
το κάτασπρο κι αραχνοΰφαντο φτερό της ειρήνης,
της αγάπης και της αρετής, για να ακολουθήσουν
στη σειρά σαν Εύζωνοι καμαρωτοί του τόπου
οργανοπαίχτες και τραγουδιστές,
που να ζηλεύουν τις φωνές τους ακόμα και τα αηδόνια

Κάμποσοι άλλοι που κρατούσαν απ’ τα βλαχοχώρια,
έχοντας πάνω τους τις ανεξίτηλες ζωγραφιές της φύσης
και ξοπίσω τους να χύνονται οι μικρές ανθρωποστρατιές,
με τα σημάδια της χαράς και της αγάπης
και να περνάνε στη σειρά στο γιορτινό ξεκίνημα
της Πρωτοχρονιάς

Να μαζεύονται άντρες και γυναίκες στις φτωχικές κάμαρες,
στα παλαμισμένα με τέχνη πατώματα
ή άλλα πάλι με ένα πεταχτό και με πολύ χαλίκι τσιμέντο,
να πέφτουν τα ζάρια και να χάνονται μεθυσμένα
στις τρύπες του δαπέδου, πότε να ζωγραφίζεται πάνω τους η τύχη
και άλλοτε η γκίνια, δημιουργώντας μια χλαλοή της στιγμής,
έτσι, για να κρατήσουν τα νυσταγμένα μάτια των γυναικών ανοιγμένα

Το τσιπράκι που έδωνε δύναμη στην ψυχή και καρδάμωνε τα νεύρα,
το καφεδάκι για τα κουρασμένα απ’ το κυνηγητό της δύσκολης ημέρας
βλέφαρα, το λουκουμάκι, το σπιτικό γλυκό που γλυκαίνει τα ελαφρότερα
άσανα της εποχής και με τέτοια μεράκια φτιαγμένο που να μη μπορεί
να το ξεφύγει ο ξεδοντιάρης παππούς κι οργανωτής αυτής της βραδιάς

Το γκαζοκάντηλο ή ένα λαμπόγυαλο που σιγανάσανε στη θαλπωρή
που ξεχύνονταν με θέρμη απ’ το καλοταϊσμένο τζάκι που κροτάλιζε
καταβροχθίζοντας, απ’ τη μεγάλη πίεση του «Καλαμπακιώτη»,
κούτσουρα και κρύο, αντικαθιστώντας κάποιους πολυέλαιους,
της μοναδικής λέσχης των αρχόντων της πόλης,
(ίσως κάποια άλλη φορά θα πούμε και γι’ αυτούς)

Κάπου στις δυο τα μεσάνυχτα, άκουγες να γίνεται
η αλλαγή της τύχης, να βγαίνουν οι φωνές έξω
στα παγωμένα καλντερίμια της γειτονιάς,
εκεί που κρέμονταν σαν ξεσχισμένοι μπακαλιάροι
τα κρύσταλλα και κείνος, ανάθεμα, ο «Καλαμπακιώτης»,
θεριό ο σκύλος, να ακούγονται και να περνούν τρομαγμένα  κοπάδια
από χηνάρια στον άσπρο ουρανό,  που όπως
πήγαιναν προς  το νοτιά, κάνανε ένα τεράστιο» «ν»,
 σημάδι που έλεγε πως θα ’ρθουν κι άλλα χιόνια,
να ραπίζει ανελέητα με την κρύα του ανάσα
τα σκαμμένα πρόσωπα των παιχτών και κάμποσα
νωρίς γερασμένα, άλλαζαν, λοιπόν, στέκια και πήγαιναν
απ’ της κυρά-Αθηνάς στου μπάρμπα-Χρήστου,
προσδοκώντας κάποιες δραχμές, έτσι, δηλαδή,
για το καλό της χρονιάς
Κι άλλοι ξεχνώντας τον αναθεματισμένο Ρήγα
ή εκείνα τα διαβολεμένα ντόρτια που λούφαζαν φοβισμένα
στο δάπεδο αφού κάναν τη ζημιά,
καλωσόριζαν το νέο χρόνο τσουγκρίζοντας ποτήρια

Η Αποκριά έφερνε το δικό της παράξενο μασκαρεμένο της
ξεφάντωμα, που πάλι εκείνοι οι απλοί, λούστρηδες
με τα δάχτυλά τους πάντα βερνικωμένα παίζοντας ένα ρόλο
ανύπαρκτο, οι άλλοι που τρυπούσαν τη γη
να βρούνε νεράκι ή ν’ αδειάζουν τους αποπάτους
και να ’ναι πάντα λασπωμένοι, κάμποσοι καρεκλάδες,
λαχειοπώληδες και άλλοι, ήταν οι οργανωτές
που μοίραζαν το γέλιο τόσο πολύ,
που μαργαριταρένιες κρυσταλλίδες έκαναν τα μάτια
να βλέπουνε θαμπά, χάριζαν την απλοχεριά τους
σε όλη την πόλη με την τσουβαλένια καμήλα
με τα ανθρώπινα πόδια και την χορταρένια ουρά,
για ν’ αποκορυφώσουν το ξεφάντωμα της γιορτής
φτάνοντας στα σκούρα και τεράστια πόδια των Μετεώρων,
στο γραφικό, σαν ψεύτικο, Καστράκι και Καλαμπάκα,
νυφούλες των Τρικάλων

Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με ποδήλατα,
γεύονταν απερίφραστα και αχόρταγα την τεράστια
δεντροστοιχία, που ξεκινούσε απ’ το κοιμητήρι,
για να απλωθεί χιλιόμετρα μακριά,
σαν μια καταπράσινη λαμπάδα

Ω Θεέ! Τέτοια ομορφιά μόνο στα παραμύθια βρίσκουν
οι άνθρωποι! Κι ακόμα να ζαλίζεται κι ο ήλιος, σπάζοντας
τα μούτρα του στις τρεις εποχές,
ν’ αγωνίζεται να περάσει τις ματιές του στις παχιές
φιλόξενες φυλλωσιές, τις γιομάτες από τζιτζίκια
και σπουργίτια που ήταν όλο χαρές

Το Πάσχα έφερνε τη δικιά του ξεχωριστή χαρά,
με ξεφαντώματα και χορούς, ξεχνώντας το σήμερα
και ευθυγραμμισμένοι πιστά στα άγια και σοφά λόγια
του Χριστού με το:

«Δώσε ημίν σήμερον», ξεχνούσαν τους καημούς
Πιστά μεταφέρανε τη γιορτή στο κοντινό κι απόμερο
ξωκλήσι του  Άι-Γιώργη, στην πάντα καλοδεχούμενη
και πλούσια αυλή του με τα πολλά τα δέντρα,
πλατάνια γέρικα και χοντρά, να παίζουνε μεγάλοι
και παιδιά, πάνω στα φύλλα πρόωρα να σκάζουν
τα τζιτζίκια, γύρω στα χωράφια στάχια πρασινοκίτρινα,
η παπαρούνα και το χαμόμηλο
ακόμα κι άλλες φωνές του αγρού,
όλα, όλα μαζί να δίνουνε μια χάρη στη ζωή...

Ζω σε στιγμές έκστασης, που νιώθω το χιόνι
να αρχίζει να δυναμώνει και το προβάδισμα της νύχτας
να γίνεται γρήγορο.  Νιώθω τα πόδια μου και το πρόσωπό μου
να μυρμηγκιάζουν και αλλάζω μεριά βρίσκοντας
έναν απόγονο

Τα μάτια της ψυχής μου εξακολουθούν
να περιφέρονται ψάχνοντας παντού
Σταματώ στις ομορφιές. Ο ποταμός και οι όχθες του,
οι πάπιες, τα φωτισμένα τα νερά
Πιο δίπλα οι πλατείες γιομάτες πράσινο,
συνδράμανε σ’ αυτό οι άνθρωποι και η φύση
Παίρνω ξανά τον ποταμό και βγαίνω απ’ την πόλη,
βλέπω την ομορφιά να σβήνεται σαν μολυβιά
έξω απ’ τον πίνακα και μου ’ρθε γοερά στη σκέψη μου,
κείνος ο αποστάτης, ο Σενίν Πασάς, ο αρχιμάστορας
τεχνίτης του αιώνα, που αν έμενε καθάριος Έλληνας
και είχε χέρια πιο μακριά,
θα ’χε κι εδώ κι εκεί φροντίσει με έργα μαγικά

Έλος στα άκρα του έπιασε το ποτάμι
Φυσικό λένε μερικοί, το βλέπουν μεγαλείο
Αμάν, θα σηκωθεί ο Ασκληπιός, θα βάλει τις φωνές
που ’ναι παρατημένος.  Όχου καημένε!
Θέλει δουλειά, θέλει πολλά λεφτά
Οι γειτονιές που έρχονται απ’ την παράδοση,
έχουν παράπονα πολλά. «Νοικοκυραίοι» κι εδώ βρεθήκανε
πολλοί και φράξανε με σύρματα βακούφια και πλαγιές,
μιας και κανείς δε βρέθηκε να βάλει τις φωνές και ρίξανε
πισώπλατα στην ομορφιά βαθιά τις μαχαιριές

Σκουπίδια, αγκάθια, πεσμένα ντουβάρια
και στο καλύτερο που υπάρχει ρυμοτομικό σχέδιο,
ας είναι καλά οι παλιοί έλληνες που έκοβε η κούτρα,
τώρα κάθε σταυροδρόμι κι ένας ή κάμποσοι σταυροί

Και να περπατάς, πόλη μου, με βήμα πάπιας,
μιας που οι άρχοντές σου δεν μάθανε τη γλώσσα σου,
δε νιώθουν την ανάπνα σου, δεν ακούν τους χτύπους της καρδιάς σου,
δώσε ευχή να μοιάσουν λίγο
σαν παλιά, να σκώσουν πιότερη φωνή στο κράτος
που είναι κουφό κι ας στεφανωθούν μετά
με δάφνες και χρυσά

Ξυπνώ, με ξύπνησαν κάποιοι φίλοι που περίμενα,
απ’ αυτόν το μαγεμένο λήθαργο που μου ξελόγιασε βαθιά
 το νου και την ψυχή, βρίσκομαι στον τόπο μου
εξακολουθώντας να κοιτώ τις φωτογραφίες σου
με μάτια γεμάτα από έκσταση και πλάνα,
αναρριγώ μ’ αυτή την ομορφιά, που με τέχνη η φύση
έχτισε πάνω σου αυτόν το θησαυρό κι ένας αδιόρατος κρυφός φόβος,
ου φέρνει ένα καημό

Προσπαθώ να πω μια ευχή,
που ο μοντέρνος ρυθμός προσπαθεί να αλλοιώσει,
πάλλομε μ’ αυτή στα χείλη να τη φέρω, λέω, παίζω
με τη φωνή μου, τη βάζω στο ρυθμό αυτόν
τον σημερινό, φωνάζω δυνατά και λέω απ’ την καρδιά:

Θέλεις με πολιτισμό και τεχνολογία να αποκαταστήσεις
ή να αντικαταστήσεις τους φυσικούς κανόνες;
Δοκίμασε το...    Με αγάπη και πάντα δικός σου

(Από το «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή»

Βάιος Φασούλας 14.02.1994 de