Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Στον ρου των παράλογων θεάτρων του ποδοσφαίρου

Στον ρου των παράλογων θεάτρων του ποδοσφαίρου
ΑΕΚ-ΠΑΟΚ στο Πανθεσσαλικό στάδιο - η ντροπή στο μεγαλείο της


 Γράφει ο επαναπατριζόμενος Θεσσαλός Πολίτης Βάιος Φασούλας

Κυριακή 7 Μαΐου 2017 το «ποδόσφαιρο» στο μεγαλείο του. Παγκόσμια ανεξέλεγκτη βιομηχανία παραγωγής πληβείων και εκατομμυριούχων πατρικίων. Η «τέχνη» του καπιταλισμού μέσα από τα γήπεδα. Ένα από τα καλύτερα-οικογεναιακά αθλήματα της ανθρωπότητας, στις δίνες των ΜΜΑποβλάκωσης και του αποπροσανατολισμού, του φανατισμού, του ρατσισμού και όλων των εκτρωμάτων που παράγει η καθεστηκυία τάξη. Ο καπιταλισμός βρήκε το κουμπί της «εκτόνωσης» των εκατομμυρίων ανά τον κόσμο πληβείων. Με ένα απλό πάτημα γεμίζει τα γήπεδα· εκεί θα βουίξουν τα στάδια, μεγάλα και μικρά, όπως οι αρένες των όχλων της pax romana· με φωνές, με βρισιές, με θανατηφόρα πολλές φορές χτυπήματα εντός και εκτός των γηπέδων, με μίση και πάθη και άλλα διάφορα που η ίδια βιομηχανία ποδοσφαίρου με την ανοχή των κρατών-κυβερνήσεων και την προπαγάνδα των ΜΜΑποβλάσκωσης δημιούργησε και στοχεύει στην απόλυτη μετατροπή των φιλάθλων σε οπαδούς.
Αθλητισμός και μερκαντιλισμός δεν πάνε μαζί. Είναι ό, τι είναι οι άθλιες «ελληνικές» κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Και δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς σε μια χώρα ληστών και διεφθαρμένων. Αν ο γράφων θα ήταν θεός και όχι πατριάρχης ή πάπας, ραβίνος ή μουλάς, δυο πράγματα θα έκανε. Το ένα: Θα απαγόρευε την αστυνομία από τα γήπεδα και οι «φίλαθλοι» ας τα έσπαζαν όλα με πρώτα τα κεφάλια τους. Το δεύτερο που θα έκανε, θα ρύθμιζε την καναλοπαραγωγή και τις εκπομπές ρύπων της αποβλάκωσης και παράλληλα σε κάθε σχολειό και γειτονιά θα έχτιζε θέατρα και βιβλιοθήκες. Και αν κάποιοι τον αποκαλούσαν(αν ήταν θεός) ρατσιστή, θα είχε την ανάλογη απάντηση.
Αυτά εν τάχει, λέμε  γκοοοοοοοοοολ και παραθέτουμε άρθρο του Γιάννη Πανούση, καθηγητής Εγκληματολογίας στο τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«EΕ», Ελλάδα, Τρίκαλα   Μάιος 08  2017  pelasgos@fasoulas.de   www.fasoulas.de   
Βία στα γήπεδα - Οι ρίζες του χουλιγκανισμού
Εδώ θα φάτε το ξύλο που ζητάτε!
Γράφει ο Γιάννης Πανούσης
Ο αγωνιστικός "ηρωισμός", η διοχέτευση της ανθρώπινης ενέργειας σε επιθετικότητα, ο εθνικισμός και ο σοβινισμός, η ρωμαϊκή αρενοποίηση των αθλητικών θεαμάτων και το αθλητικό υπερεγώ νοθεύουν με ισχυρές δόσεις βίας το αθλητικό ιδεώδες. Τα σπορ είχαν αναδειχθεί σε δημόσιο θέαμα από τον προηγούμενο αιώνα, αφορούσαν κυρίως τα μεσαία στρώματα και διαμόρφωναν πρότυπα συμπεριφοράς. [... συνέχεια]
Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διαδικασία πολιτισμού, κοινωνικότητας και ελεύθερης χρήσης του ελεύθερου χρόνου (καθώς ο μισθωμένος χρόνος ήταν ασφυκτικά ελεγχόμενος).
Στα τέλη του 20ού αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν. Η παραγωγή αθλητών και η βιομηχανία του αθλητισμού δεν απέφυγαν την, κατά τον Ουμπέρτο Έκο, "αθλητική φλυαρία", η οποία εξυμνεί τη σπατάλη, τον εισοδισμό στον ιδιωτικό βίο, την προβολή συγκεκριμένου lifestyle, την απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα και λειτουργία. Το ενημερωτικό "βουητό" των ΜΜΕ, η τηλεοπτική κάμερα ως διαμεσολαβητής του αθλητικού γεγονότος, η γλώσσα των spots για μια (δήθεν) παγκόσμια επικοινωνία/κατανόηση έχουν πλήρως επικρατήσει.
Και όχι μόνο αυτό. Ο αθλητισμός μετουσιώθηκε σε ισχυρό παράγοντα της οικονομίας και δημιούργησε το δικό του -καταρχήν- "χώρο" και "σύστημα" (επιχειρηματίες, μάνατζερ, προπονητές, αθλητές, δημοσιογράφοι, θεατές, πολιτειακοί παράγοντες κ.ο.κ.). Καθώς η πορεία του αθλητισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία της κοινωνικής οργάνωσης, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή ο ανταγωνισμός, βρίσκει στον αθλητικό χώρο όλες τις δυνατότητες εφαρμογής και εξάπλωσής του.
Η μυθοποίηση (υποκατάστατο των πολέμων) και η εμπορευματοποίηση (κέρδη από τη σχετική εκμετάλλευση) έχουν οδηγήσει σε αλλοτρίωση τόσο την αθλητική ιδέα (νίκη, όχι απλώς συμμετοχή) όσο και τον κάθε αθλητή (ορθολογικοποίηση, κρατικοποίηση, τεχνικοποίηση, μηχανοποίηση και όχι φαντασία και αυτοσχεδιασμός). Ο αγωνιστικός "ηρωισμός", η διοχέτευση της ανθρώπινης ενέργειας (και κυρίως του σώματος) σε επιθετικότητα, ο εθνικισμός και ο σοβινισμός, η ρωμαϊκή αρενοποίηση των αθλητικών θεαμάτων, η συμβολισμός της βίας και η βία των συμβόλων, το αθλητικό υπερεγώ ξεστρατίζουν τελικά τον αθλητισμό (και ιδίως το ποδόσφαιρο) από τις αρχές της οργανωμένης προσπάθειας των νέων και τον θέτουν στην υπηρεσία άλλοτε του κράτους και άλλοτε των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Η οποιαδήποτε προσέγγιση της βίας στα γήπεδα οφείλει να λάβει υπόψη της ορισμένα στοιχεία:

Βίαια ιστορικο-πολιτισμικά...
α. Το ποδόσφαιρο αποτελούσε το σύμβολο μιας αυτόνομης κουλτούρας της εργατικής τάξης ("της κουλτούρας του φτωχού") μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Το ποδόσφαιρο είχε οργανωθεί σε κοινοτική βάση και έδινε σε εκείνες τις γενιές των εργατών την αίσθηση της ένταξής τους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, καθώς και την ευκαιρία (κυρίως μέσα από αγώνες μεταξύ "χωριών") να βγαίνουν λίγο από τον εργ(οστ)ασιακό χώρο.
β. Γύρω στο 1960 η επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου και η αστικοποίηση (στη σύνθεση) των θεατών έφεραν αρκετές μεταβολές ακόμα και στα ίδια τα στάδια (στέγες για τη βροχή, μπαρ, καθίσματα με μαξιλάρια), με εξαίρεση το χώρο απ' όπου παρακολουθούσαν το ματς όσοι αγόραζαν "φτηνό εισιτήριο" και όπου τους παρακολουθούσαν οι αστυφύλακες και τα σκυλιά.
γ. Οι μελέτες γύρω από το "χουλιγκανισμό" συμφωνούν σε ένα τουλάχιστον σημείο: πρόκειται για ένα φαινόμενο που αναφέρεται σε νεανικό πληθυσμό (17-21 ετών), εργατικής κυρίως καταγωγής, προερχόμενο από συνοικίες όπου η "συμμορία" είναι μια από τις προσφιλείς μεθόδους κοινωνικοποίησης των εφήβων. Η "γαλαρία" των γηπέδων ταυτίζεται με την ένταξη σε μια υποκουλτούρα της εργατικής νεολαίας και οι εκδηλώσεις τους δεν στρέφονται μόνο εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας, αλλά και εναντίον των εκφραστών της αντίπαλης κοινωνικής ομάδας, δηλαδή εκείνων που κάθονται στα "μαξιλαράκια".
δ. Το ποδόσφαιρο ως άθλημα εκφράζει αξίες όπως συμμετοχή σε μια κοινότητα, εχθρότητα τοπικιστική, καβγά, ποτό για τη νίκη, φυσική δύναμη και ανδρισμό.
ε. Το ποδοσφαιρικό ματς ως μαζική εκδήλωση επιτρέπει την "οργάνωση ομάδων" και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών κατά και μετά τον αγώνα.
στ. Η διεθνοποίηση και η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου διεύρυναν το σχίσμα ανάμεσα στην "ομάδα" και το "κοινό" της. Η ομάδα έχει ξένες βεντέτες και πατρονάρεται από πλούσιους εφοπλιστές και το κοινό το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να "φωνάζει στις εξέδρες". Και φωνάζει άλλοτε τοπικιστικά (π.χ. Λάρισα κατά Βόλου), άλλοτε κοινωνικά (π.χ. ερασιτεχνικό σωματείο κατά εφοπλιστικού επαγγελματικού), άλλοτε εθνικά (π.χ. Ελλάδα κατά Αλβανίας) και άλλοτε "ρατσιστικά" (π.χ. λευκοί κατά μαύρων).

Βίαια κοινωνιο-λογικά...
α. Η "αναζήτηση της ισότητας" μέσα από τον αγώνα και τον ανταγωνισμό και όχι η μοιρολατρική αποδοχή μιας κοινωνικής ιεραρχίας καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της εξαφάνισης των ανισοτήτων, μεταβάλλει δηλαδή το ποδόσφαιρο σε "θρησκεία". Η ανισότητα που περιθωριοποιεί μεταμορφώνεται μέσα στο γήπεδο σε διαφορετική συμπεριφορά και τα ατομικά αδιέξοδα καλύπτονται μέσα στη συλλογική αναγνώριση.
Η "μαζικότητα" στο χουλιγκανισμό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι πηγαίνουν στο γήπεδο κατά παρέες, με τα φιλαράκια, εκφράζονται με ιδιώματα γνωστά μόνο στους μυημένους, τραγουδούν, πετάγονται όρθιοι και ζητωκραυγάζουν όλοι μαζί κ.λπ., και αποδεικνύει ένα είδος "φυσικής συμμετοχής" και όχι απλής παρακολούθησης από μέρους του θεατή-οπαδού.
Οι πράξεις βίας δεν μπορούν να ερμηνευτούν αποκλειστικά ως συλλογική υστερία ή ως εγκλήματα του όχλου, αλλά πρέπει να προσεγγιστούν και σύμφωνα με μια επώδυνη αναζήτηση προσωπικού στίγματος (μέσα από την αναγνώριση του "δικαιώματος" στη διαφορά), το οποίο κατακτάται με προηγούμενη απόρριψη όλων των (κοινωνικών, ηθικών, αθλητικών) κανόνων.
Ας μην ξεχνάμε ότι παλιότερα παίκτες και οπαδοί προέρχονταν από την ίδια (εργατική) τάξη, εμφορούνταν από τις ίδιες αξίες και η οποιαδήποτε ήττα ή μεροληπτική απόφαση εκλαμβανόταν ως ταξική διάκριση από τη μεριά των κυρίαρχων του κοινωνικού παιχνιδιού. Η κοινωνική ταυτότητα και ο κοινωνικός ανταγωνισμός συνιστούσαν πάντοτε μέρος της επιλογής ενός ανθρώπου να γίνει οπαδός της α' ή της β' ομάδας. Η ταύτιση του οπαδού με την ομάδα σήμαινε και ταύτιση της μοίρας του με τη μοίρα της ομάδας.
Η συνένωση των ατομικών αδιεξόδων σε "μικρές κοινωνίες", με καταμερισμό ευθυνών, με εξωτερικά εμβλήματα κ.λπ. δεν απροσωποποιεί, αντίθετα αυτό το αντι-σύστημα δίνει στον καθέναν την ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι κι αυτός κάποιος. Η βία δεν είναι τελικά το αποτέλεσμα του πάθους να νικήσει η ομάδα, αλλά περισσότερο η επιθυμία των οπαδών να αποδείξουν στον εαυτό τους και στους άλλους (συμπεριλαμβανομένων και των τηλεθεατών όλου του κόσμου) ότι ΥΠΑΡΧΟΥΝ.
Αν το fair play και το αθλητικό πνεύμα αποτελούν χαρακτηριστικά (προνόμια;) ενός κόσμου ύφεσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, προοπτικών και ελπίδων, ο χουλιγκανισμός αποτελεί σίγουρα αδιάψευστο μάρτυρα όχι ομάδων εξαγριωμένων οπαδών αλλά εκβαρβαρισμού της κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας (με συναφή διάσπαση της κοινωνικής και της ατομικής ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου).
β. Η γενική εικόνα ενός χούλιγκαν που καταστρέφει χωρίς τίποτα να ζητάει ή να διεκδικεί οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης του φαινομένου, στην έξαρση των δημοσιογραφικών περιγραφών για "ζωώδη ένστικτα", στην κατάταξη των χούλιγκαν στα α-κοινωνικά ή ακόμα και απ-άνθρωπα όντα.
Η σύμπτωση και συνένωση παιδιών που θέλουν να νιώσουν (ή να γίνουν) άνδρες, αποκλεισμένων που πιστεύουν ότι έτσι αποκτούν "πρόσωπο", εχθρών του συστήματος που έτσι εκδικούνται, εμπρηστών και πάσης φύσεως εγκληματοειδών, φανατικών ατόμων με ακραίες πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις συγκροτεί ένα εκρηκτικό μείγμα, δεν είναι όμως άγνωστη και σε άλλες εκδηλώσεις. Η κουλτούρα της βίας των οπαδών είναι διάχυτη σε όλη την ελληνική κοινωνία. Από τις πολιτικές ή θρησκευτικές συγκεντρώσεις μέχρι τις διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις.
Στο γήπεδο, τον κατεξοχήν "χώρο της βίας", αλλά και στις κερκίδες, που θεωρούνται το άδυτο των φανατικών οπαδών, αναπτύσσεται -μέσω του προνομίου (prerogative) του οπαδού- μια συμπεριφορά που συνδέεται με τα δρώμενα στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Ο οπαδός δέχεται και στέλνει μηνύματα που υπερβαίνουν το προσωπικό του status, την υπεράσπιση της ομάδας ή της εδαφικότητας (συνοικία, γειτονιά, περιοχή). ,
Η διάκριση supporters και partisans ή οπαδών (φανατικών), υποστηρικτών (φιλήσυχων υπέρ της ομάδας), θεατών (απρόσωπων χειροκροτητών) και χούλιγκαν (έξαλλων) μπορεί να συνδέεται με τη "συλλογικοποίηση" ή την "αποσυλλογικοποίηση", μπορεί να συνιστά εναλλακτική/συμβολική μορφή κοινωνικής/πολιτικής διαμαρτυρίας, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με τη μετεξέλιξη του αθλητικού γίγνεσθαι.

Βίαια σημειο-λογικά...
α. Μολονότι ο όρος "σπορ" (sport) προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη "desport", που σημαίνει ευχαρίστηση, διασκέδαση, μολονότι "φίλαθλος" θεωρείται αυτός που αγαπάει τον αθλητισμό, αυτός που συμβαδίζει με τις αρχές και τα ιδεώδη του αθλητισμού, ενώ "οπαδός" χαρακτηρίζεται αυτός που υποστηρίζει/ακολουθεί πρόσωπα, ιδέες και ομάδες, ο φανατικός και με πάθος, που υπερβαίνει τη λογική, υπέρμαχος, οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι τόσο σταθερές και ευδιάκριτες. Η έννοια του "οπαδού" και του "θεατή" ενυπάρχουν στον όρο "φίλαθλος", αλλά και η έννοια του απλού "θιασώτη" συναντιέται στον "οπαδό". Άρα, το θέμα δεν είναι γραμματολογικό, υφολογικό ή ετυμολογικό. Πρόκειται για τεμνόμενες έννοιες, ο χαρακτηρισμός των οποίων -με το θετικό πρόσημο "φίλαθλος" ή το αρνητικό "οπαδός"- εξαρτάται από σειρά συγκυριών ή παραγόντων.
β. Το πλήθος ως μεγάλη σε μέγεθος και μικρή σε χρονική διάρκεια συγκέντρωση με κοινό ενδιαφέρον ή σκοπό μπορεί να διακριθεί σε τυχαίο, συμβατικό, ενεργό ή εκδηλωτικό.
Το πρώτο είναι αυθόρμητο, οργανωμένο αλλά (συνήθως) παθητικό, το ενεργοποιημένο επιτίθεται κατά δηλωμένου "εχθρού", ενώ στο εκδηλωτικό οι καταστροφές οφείλονται σε στιγμιαίες συναισθηματικές παρορμήσεις. Η ένταση του πλήθους, βασιζόμενη σε μια γενικευμένη πεποίθηση (π.χ. φήμη για "στημένο" παιχνίδι), εύκολα εκφορτίζεται λόγω κάποιου απρόβλεπτου γεγονότος (ιδίως όταν ο αστυνομικός έλεγχος είναι ανεπαρκής). Οι αιτίες όμως δεν είναι πάντοτε οι ίδιες ούτε οι συναφείς συμβολισμοί. Οι οπαδοί ως κινηματοποιημένες μάζες, αν και πλαισιωμένοι από ένα σύστημα παρακολούθησης, προβάλλουν σοβινιστικές, φασιστικές, εθνικιστικές, ρατσιστικές, μηδενιστικές απόψεις. Πολλές φορές, μάλιστα, οι σβάστικες συνυπάρχουν με τους ακροαριστερούς ultras, τους skinheads, τους casuals ή τους αναγνώστες του "Buldog".
γ. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι κάθε είδους χούλιγκαν δεν είναι φίλαθλοι, αλλά "κακοί και επικίνδυνοι οπαδοί", ότι δηλαδή εκτονώνονται πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, αχαλίνωτα. Το πλήθος, όμως, ως συνάντηση μεγάλων μαζών αλλά και ταυτισμένων ατόμων δεν κινείται -και κανείς παράγοντας δεν θέλει να κινείται- με βάση τη λογική και το μέτρο. Διότι τότε θα επρόκειτο για θεατές που απλώς θα θεώνται τα όσα συμβαίνουν στο γήπεδο ή γύρω τους. Ούτε ο φίλαθλος ούτε ο οπαδός είναι παθητικοί θεατές. Είτε χρησιμοποιούν την εκ-φραστική βία (από λέξεις-συνθήματα μέχρι συμπλοκές), για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, είτε χρησιμοποιούνται από τους αρχηγούς/παράγοντες/ιθύνοντες για να προκαλέσουν αυτό που μετά όλοι -υποκριτικά- καταγγέλλουν, στην ουσία θέτουν το πάθος, το φανατισμό, τη συλλογική διαμαρτυρία τους στην υπηρεσία "της μάχης της εξέδρας".

Βίαια διαπλεκόμενα...
α. Από την αρχική μη συνοχή ("σύνδρομο βεδουίνων") έχουμε πλέον περάσει στην κοινή δράση αλλά και στην εκ των προτέρων στρατηγική και σχεδίαση. Ο "καλός πόλεμος με τη νόμιμη βία" μοιάζει να δικαιολογεί την επιθετική τελετουργία και ιεραρχία, την εθνοτική αλληλεγγύη, την κοινωνική ιδεολογία.  Ο ιερός πόλεμος των διάφορων φυλών του ποδοσφαίρου αντικατοπτρίζει ένα βίαιο περιεχόμενο ζωής αλλά και μία εκμετάλλευση αυτής της κοινωνικής μονομαχίας.
Πιστοί ή έμπιστοι, οι οπαδοί υποστηρίζουν πιο δυναμικά την ομάδα τους, εντασσόμενοι σε "θύρες", συλλόγους, σωματεία κ.λπ., ή υποστηρίζουν τα συμφέροντα των προέδρων, μετόχων, μεγαλοπαραγόντων που θέλουν να αποσβέσουν τα επενδυθέντα κεφάλαια ή να πετύχουν άλλους οικονομικούς/πολιτικούς στόχους.
Οι ομάδες έχουν πλέον "χρηματιστηριακή αξία", δεν διοικούνται δημοκρατικά αλλά "προεδρικά", διακινούνται -μέσω αυτών- κεφάλαια άγνωστης προέλευσης κ.λπ. Συνέπειες αυτής της αλλαγής είναι καταρχήν δύο: ή οι οπαδοί εκτοπίζονται από τα γήπεδα και αντικαθίστανται από τους μετόχους/συνδρομητές ή οι οπαδοί επιφορτίζονται με το ρόλο του "πολιορκητικού κριού" για τη διάνοιξη άλλων -άσχετων με τον αθλητισμό- αγορών.
Στο όνομα της διάσωσης των αθλητικών συλλόγων η πολιτεία αφήνει να δημιουργηθούν "ιδιωτικοί στρατοί" (με στρατηγούς, λοχαγούς και στρατιώτες). Οιονεί στρατοκρατικό πλήθος οπαδών, πολεμιστών, οργανωμένων σε πανεθνικά παρακλάδια συνδέσμων και σε άλλα δίκτυα, δομημένων ομάδων κρούσης που δεν αρκούνται στις λεκτικές ή συμβολικές επιθετικές συμπεριφορές, αλλά συχνά προβαίνουν σε δολοφονικές ενέργειες. Αναρωτιέται κανείς μήπως λειτουργούν σήμερα υπογείως clubs με fans που στοχεύουν σε "διάφορες εκτροπές", καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι στο χώρο της διοίκησης του αθλητισμού έχουν διεισδύσει παράγοντες με σκοτεινό παρελθόν (πολιτικό ή ποινικό). Μήπως οι τάχατες εικονικές μάχες ή οι "βεντέτες" στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από "προπέτασμα καπνού" που κρύβει τους αληθινούς στόχους; Κι αν έτσι έχει το ζήτημα, ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει ο βίαιος οπαδός;
β. Από τη στιγμή που οι οπαδοί έγιναν -άθελά τους ή όχι- "μέρος του θεάματος" (και της συναφούς "θεατρικότητας") είναι σχεδόν νομοτελειακό να υιοθετήσουν μορφές τελετουργικής βίας. Ιδίως στο ποδόσφαιρο, που αποτελεί το κατεξοχήν σπορ ατμόσφαιρας, πιστεύει κανείς ότι, αν τα γήπεδα ήταν άδεια και δεν γινόταν χαλασμός, θα γέμιζαν ή θα αναμεταδίδονταν οι αγώνες; Πιστεύει κανείς ότι, αν οι ποδοσφαιριστές δεν δέχονταν να γίνουν "άνθρωποι-σάντουιτς" (αφού ντύνονται με διαφημίσεις) ή αν ο αθλητικός ανταγωνισμός δεν απέδιδε "επενδυτικά" (μέσω των ρεκόρ και των σκορ), "οι όσο παθιασμένοι οπαδοί" θα μπορούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους; Ο εξαγριωμένος οπαδός είναι αναπόσπαστο μέρος της αύξησης της τηλεθέασης, δηλαδή εκτός από πελάτης/καταναλωτής δέχεται να γίνει και κακός κομπάρσος ενός σκηνοθετημένου θεάματος.
Ο χούλιγκαν είναι "ένας παίκτης που δεν παίζει", αλλά που συνήθως χάνει, διότι έχει εξουσιοδοτήσει άλλους να παίζουν γι' αυτόν. Τον συμπαρασύρει το γενικό ανομικό κλίμα και με τη σειρά του και αυτός συμπαρασύρει ό, τι βρει μπροστά του. Δέχεται την ετικέτα και το στίγμα, διότι νομίζει πως έτσι "ανήκει κάπου", σε μια "οικογένεια", σε μια "θρησκεία".
Αν όμως αυτά ίσχυαν πριν από ορισμένες δεκαετίες, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν γεννάει ο οπαδός τη βία. Η "βία" (τηλεοπτική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική) καλεί τον οπαδό να παίξει σωστά το ρόλο του, ώστε να λειτουργήσει όπως έχει προγραμματίσει το σύστημα. Όσο για τον αγνό φίλαθλο, αυτός, αν πράγματι υπάρχει, βιώνει ένα πολυσήμαντο δίλημμα: ή να μείνει σπίτι του και να βλέπει -πληρώνοντας- από συνδρομητική τηλεόραση τους αγώνες ή να "κατέβει στο γήπεδο" (με ό, τι αυτή η φράση σημαίνει).
γ. Εάν ο αθλητισμός "παγκοσμιοποιήθηκε", τότε τα ΜΜΕ θα έπρεπε να τον κάνουν κτήμα όλων των μετεχόντων στο επονομαζόμενο "παγκόσμιο χωριό". Η θεαματοποίηση των αθλητικών γεγονότων δεν στοχεύει όμως στην προβολή των "αθλητικών αξιών" ούτε στην ποιοτική αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου αλλά στην προσέλκυση διαφημίσεων. Η λειτουργία αυτή δεν θα ήταν ίσως έξω από το σύγχρονο -για άλλους αποδεκτό για άλλους όχι- τρόπο "παρέμβασης" των ΜΜΕ σε εκδηλώσεις της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, αν δεν μετεξελισσόταν σε "θέαμα με το κομμάτι" ή "πληρωμή για κάθε παιχνίδι".
Η κοινωνία της πληρωμής (pay society), που για πολλούς υποκρύπτει την "πληρωμή για συμμετοχή στην κοινωνία" (pay-per-society), φαίνεται να οδηγεί και στα "ΜΜΕ των πληρωμών" (και όχι των πληροφοριών).  Οι λεωφόροι των πληροφοριών δεν είναι προσβάσιμες σε όλους, καθώς προβλέπονται "διόδια".
Το σπορ-εμπόρευμα σερβίρεται στα pay-per-view (PPV) κανάλια με συνέπεια το "παγκόσμιο αθλητικό γίγνεσθαι" να αφορά μόνο μερικούς, αφαιρώντας από πολλά κοινωνικά στρώματα (ίσως και πολλά μη αναπτυγμένα τεχνολογικώς κράτη) σημαντικό μέρος της πολιτιστικής τους παράδοσης, συνήθειας και πρακτικής.

Για περισυλλογή...
α. Είναι αλήθεια ότι ο αθλητισμός τροφοδοτεί τη δημοκρατική φαντασίωση της ισότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι γύρω από τον αθλητισμό διατυπώνονται ιδεολογήματα περί ανωτέρας φυλής, εθνικής υπεροχής και άλλα συναφή, που αρκετές φορές οδήγησαν σε περιπέτειες τους λαούς. Επιτυγχάνεται όμως η κοινωνική συναδέλφωση μέσω αθλητισμού ή, ακόμα καλύτερα, έχουμε την εν λευκώ προσχώρηση στο κοινωνικό συμβόλαιο;
Ο αθλητισμός μπορεί να διευκολύνει την κοινωνική και πολιτισμική ένταξη του ατόμου-πολίτη μέσα σ' ένα σύστημα αξιών, αρκεί να υπάρχει ο κοινός παρονομαστής των "τρεχουσών αξιών" μιας σύγχρονης οργανωμένης κοινωνίας με "τα πανανθρώπινα σύμβολα και μηνύματα" που διαρκώς -υποτίθεται ότι- θυμίζει και αναπαράγει το αθλητικό ιδεώδες.
Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό σήμερα; Μπορεί να συνυπάρξούν το καθημερινό, το αγοραίο και η επιβίωση με το αιώνιο, το αφιλοκερδές και την αναβίωση; Δυστυχώς όχι.
β. Μήπως όμως υπάρχει μια "αθλητική συνείδηση" που μπορεί να αναχαιτίσει τη βία ή να θωρακίσει από τις αποκλίσεις; Η αλληλοβοήθεια και ο σεβασμός των κανόνων του παιχνιδιού, η μη υπέρβαση των επιτρεπτών ορίων χρήσης της σωματικής δύναμης, η μη εκμετάλλευση των δεξιοτήτων ή του ταλέντου για μια ιδεολογία επικυριαρχίας σε βάρος των ηττημένων ή των αδυνάμων, ο έλεγχος των εντάσεων και των συγκρούσεων συνιστούν τη φωτεινή πλευρά του αθλητισμού ως αντεγκληματικού προτύπου. Από την άλλη πλευρά, πώς ερμηνεύεται ο χουλιγκανισμός, αυτό το εγκληματικό αθλητικό πρότυπο;
γ. Η γεύση του παιχνιδιού είναι πιο παγκόσμια από τη γεύση του ψωμιού (Emile Borel). Όμως η βία, το ντόμπινγκ (φαρμακοδιέγερση), το ψευτοθέαμα, το στημένο παιχνίδι, ο οργανωμένος φανατισμός και η ανοργάνωτη εκλαΐκευση έχουν αλλοιώσει την έννοια και το περιεχόμενο του "παιχνιδιού".
Η βία έγινε πιο ορατή από την αθλητική ιδέα και η (εθνική ή ατομική) επιθετικότητα πιο σημαντική από το αποτέλεσμα-ρεκόρ. Ο σημερινός αθλητισμός αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης ρήξης ανάμεσα στη σύγχρονη και στην παραδοσιακή κοινωνία. Άλλος όμως αθλητισμός σε αυτή την κοινωνία δεν είναι δυνατός. Αποδοχή κανόνων, τάξη, λογική, επικοινωνία μέσω κινήσεων, τακτική, αριστοποίηση είναι "σημεία" εκτός εποχής.
Οι αλλοιώσεις του ολυμπιακού πνεύματος γεννώνται και μεγαλώνουν μέσα στην κοινωνία. Σε μια κοινωνία διακρίσεων, συμφερόντων, σε μια κοινωνία ανομίας όπου οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν συνεχώς και όπου ο αθλητισμός μετατρέπεται σε "ψευτοπόλεμο".
Ο εκχυδαϊσμός της βίας και η ανωνυμία του οπαδού (που "χάνεται" μέσα στο πλήθος) διαμορφώνουν ένα κλίμα φόβου και κινδύνου, το οποίο αναπαράγουν και καλλιεργούν τα ΜΜΕ, ιδίως αν διασαλεύεται η δημόσια τάξη.
Για τη βία όμως των "επισήμων", των ηγετικών παραγόντων ή των αστυνομικών δυνάμεων πολύ λίγη συζήτηση γίνεται. Ο ηθικός πανικός και η ανησυχία της κοινής γνώμης περιορίζονται στις καταστροφές, ενώ οι διαντιδράσεις τόσο στις κερκίδες όσο και στον αγωνιστικό χώρο συμπεριλαμβάνουν αντίπαλη ομάδα, αστυνομία, παράγοντες, διαιτησία, πολιτεία. Και έτσι -σχεδόν ανεπαισθήτως- περάσαμε από το χούλιγκαν-κοινωνικό αμφισβητία ή γενικά εξεγερμένο άτομο, που διεκδικεί καλύτερη μοίρα, στο χούλιγκαν-στρατιώτη και μισθοφόρο αλλότριων συμφερόντων, που συμβάλλει στο να πετύχει καλύτερες τιμές στην (όποια) αγορά το (συχνά άγνωστο) αφεντικό του.
Αυτή η ποιοτική διαφορά επιβάλλει και ανάλογα μέτρα. Τώρα πια δεν πρέπει να κοιτάμε (μόνο ή κυρίως) προς τα κάτω αλλά (δυναμικά και ιδίως) προς τα πάνω.
Ή σπάμε τους ομφάλιους λώρους αθλητισμού, πολιτικής και υποκόσμου ή αρνούμαστε τους κανόνες αυτής της διαπλοκής μη πηγαίνοντας στα γήπεδα. Όλα τ' άλλα μοιάζουν (και είναι) "προφάσεις εν αμαρτίαις".
(Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας στο τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών).