Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Η απλή αναλογική και η ισότητα της… πολιτικής παραλογίας


Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης

Ο βουλευτής επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρης Σταμάτης, σε συνέντευξή του σε ραδιοσταθμό της Αθήνας, διατύπωσε μια σειρά ενστάσεις για την καθιέρωση της απλής αναλογικής. Ανάμεσα στα άλλα έθεσε και θέμα “αντισυνταγματικότητας” του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος.
Το πρώτο σημείο της “επιχειρηματολογίας” αφορά στην ισότητα της ψήφου: “Το Σύνταγμα καθιερώνει την ισότητα της ψήφου των πολιτών. Η ισότητα αυτή όμως δεν ισχύει μόνο για την καταγραφή των κομματικών δυνάμεων. Αλλά συνεχίζει να είναι εν ισχύει και μετά τις εκλογές” (!).
Και τι ακριβώς είναι αυτή η μετεκλογική ισότητα της ψήφου, που την  διαφοροποιεί από την αντίστοιχη προεκλογική; Ο Δημήτρης Σταμάτης απαντά: “Γιατί εκλογές δε γίνονται για να καταγράφεται απλώς η εκλογική δύναμη των κομμάτων αλλά για να φτάσουμε σε ένα πολύ πιο σημαντικό αποτέλεσμα. Στον σχηματισμό κυβέρνησης”. Και εδώ κάνει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας το νοητικό σάλτο μορτάλε: “Άρα η ισότητα της ψήφου των πολιτών πρέπει να διατηρεί την ισχύ της και μετά τις εκλογές”. Και για να επεξηγήσει το βάθος του προβληματισμού του θέτει και απαντά κάποια ρητορικά ερωτήματα: “Πόσο συνταγματικό είναι, λοιπόν, σε περίπτωση συγκυβέρνησης, να επηρεάζεται η κυβερνητική πολιτική – πολλές φορές αποφασιστικά, ακόμη και με την απειλή πτώσης της κυβέρνησης – από την βούληση των μικρότερων κομμάτων (δηλ. με μικρότερο αριθμό εκλογέων) κόντρα στην βούληση του μεγαλύτερου κόμματος (δηλ. με πολύ μεγαλύτερο αριθμό εκλογέων;)”.  Φαίνεται, όμως, ότι αυτό το πρώτο ερώτημα, δεν ήταν αρκετά πειστικό και για τον ίδιο  και έτσι κλιμάκωσε τους προβληματισμούς του, διερωτώμενος, για δεύτερη φορά, μπροστά στο μικρόφωνο: “Αυτή η παράδοξη αριθμητική εξίσωση, την πολλών ψήφων με τις λίγες ψήφους, πόσο συνταγματική είναι;”. Αλλά και αυτή η νοητική αλχημεία φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε τον βουλευτή επικρατείας -ίσως να αντιλήφθηκε και ο ίδιος, ότι πρόκειται για παραλογία, κοινώς κουραφέξαλα - και προσπάθησε να μετριάσει τις εντυπώσεις με ένα πιο χειροπιαστό παράδειγμα, μέσω ενός τρίτου ερωτήματος: “Πόσο συνταγματική είναι η πιθανή >ομηρία< του Πρωθυπουργού από μικρότερα κόμματα;
Κάποιος θα πρέπει να πληροφορήσει στον βουλευτή επικρατείας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι οι εκλογές δεν πραγματοποιούνται για να καταγραφούν οι κομματικές δυνάμεις, όπως διατείνεται, αλλά η λαϊκή ετυμηγορία. Στις εκλογές μπορούν να συμμετέχουν κόμματα, συνασπισμοί κομμάτων, μεμονωμένοι υποψήφιοι, αλλά αυτό που καταγράφεται είναι η λαϊκή βούληση: “καλή” ή “κακή”. Αυτά εν συντομία περί “καταγραφής κομματικών δυνάμεων”.
Προσωπικώς δεν ενοχλήθηκα από τις σοφιστείες του Δημήτρη Σταμάτη, ακούγονται πολλά ανόητα κατά της απλής αναλογικής, οπότε μια δύο απόψεις παραπάνω σε αυτή την κατεύθυνση δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα στην κατάσταση. Αλλά, ο Δημήτρης Σταμάτης παραθέτει “επιχειρήματα” τα οποία  ανατρέπονται από τον ίδιο τον βίο και την πολιτεία του. Εξηγούμαι: πόσο απύθμενο θράσος πρέπει να έχει ένα πολιτικό πρόσωπο της πρώτης γραμμής και να αναφέρεται σε πιθανές “ομηρίες” πρωθυπουργών από μικρά κόμματα, σε κυβερνητική σταθερότητα και ακυβερνησία, όταν υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του δεύτερου κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος στην ιστορία της μεταπολιτευτικής περιόδου; Δεν ήταν ο Δημήτρης Σταμάτης ένας από αυτούς που υπό την καθοδήγηση του κουμπάρου του  Αντώνη Σαμαρά προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ανατρέποντας τη λαϊκή βούληση, χωρίς να έχουν καμία ηθική και πολιτική νομιμοποίηση; Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αν ήταν κυβερνητικοί εταίροι σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Η επιβεβλημένη μέσω του εκλογικού συστήματος  πολυσυλλεκτικότητα των “κομμάτων εξουσίας” –το γλωσσάρι του παλαιού δικομματισμού είναι αποκαλυπτικό για τον αντιδημοκρατικό και εθνικά επιζήμιο χαρακτήρα του - γεννάει σκοτεινές πολιτικές συμπεριφορές και ως συνέπειά τους, πολλές φορές, πολιτική παραλυσία και πολιτική αστάθεια. Ο Δημήτρης Σταμάτης δεν έχει παρά να αναστοχασθεί την παρασκηνιακή του δράση κατά της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, που τώρα εκπροσωπεί, για να αντιληφθεί ότι η κυβερνητική ευστάθεια δεν οφείλεται στους εκλογικούς νόμους, αλλά σε άλλα στοιχεία ενός πολιτικού συστήματος.
Παρακάμπτω τα φληναφήματα περί ισότητας ψήφου, απλώς σημειώνω ότι πίσω από αυτά ευρίσκεται μια βασική σταθερά των υπερσυντηρητικών πολιτικών: αυτοί αντιλαμβάνονται την πολιτική πρακτική ως “εκβιασμό” και δυσπιστούν σε κάθε τι που διευρύνει τον έλεγχο και την ευθύνη των πολιτών επί των πολιτικών. Ο φόβος για τα μικρά κόμματα, κατά βάση, είναι ο φόβος προς κάθε νεωτερισμό σε μια κοινωνία: κανένα κόμμα στην ιστορία ενός πολιτικού συστήματος δεν εκκινεί ως “πλειοψηφική δύναμη”.
Αλλά η ποιότητα των “επιχειρημάτων” φέρνει στο προσκήνιο και μια άλλη πλευρά των μέχρι τώρα εκλογικών συστημάτων που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας, εκείνη δηλαδή της χαμηλής ποιότητας του πολιτικού προσωπικού της.
Έτσι, καταλήξαμε να μιλούν, στα σοβαρά, πολιτικοί που ταλαιπώρησαν για δεκαετίες τη χώρα, για “κυβερνησιμότητα, που αποτελεί και τον μείζονα σκοπό των εκλογών”!
Πάει καιρός, πλέον, που είχα διατυπώσει δημοσίως την άποψη, ότι τα κόμματα θα πρέπει, επιτέλους, να ενεργοποιήσουν τα όποια ιδρύματα επιμόρφωσης στελεχών  και παραγωγής πολιτικού λόγου διαθέτουν και να στρώσουν τα στελέχη τους, παλιά και νέα, στη.. δουλειά.
Δεν είναι δυνατόν να κινείται ο δημόσιος λόγος της πολιτικής μας τάξης σε τόσο χαμηλό επίπεδο και, συγχρόνως, να εκχερσώνεται με διάφορους ανόητους νεολογισμούς (“κυβερνησιμότητα”) και με τόσο βίαιο τρόπο η ίδια η ελληνική γλώσσα…

Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε. Γ. της “Σοσιαλιστικής Αλλαγής”